ἀποπροτέμνω: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>part. ao.2</i> ἀποπροταμών;<br />couper une part, une tranche de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[προτέμνω]]. | |btext=<i>part. ao.2</i> ἀποπροταμών;<br />couper une part, une tranche de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[προτέμνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποπροτέμνω:''' (part. aor. 2 ἀποπροταμών) отрезывать (τινός Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποπροτέμνω:''' μέλ. <i>-τεμῶ</i>, αόρ. βʹ <i>-προέτᾰμον</i>· [[αποκόπτω]] από, <i>νώτου ἀποπροταμών</i>, [[αφού]] του έκοψε ένα [[κομμάτι]] από τη [[ράχη]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ἀποπροτέμνω:''' μέλ. <i>-τεμῶ</i>, αόρ. βʹ <i>-προέτᾰμον</i>· [[αποκόπτω]] από, <i>νώτου ἀποπροταμών</i>, [[αφού]] του έκοψε ένα [[κομμάτι]] από τη [[ράχη]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />to cut off from, νώτου ἀποπροταμών [[after]] he had cut a [[slice]] from the [[chine]], Od. | |mdlsjtxt=<br />to cut off from, νώτου ἀποπροταμών [[after]] he had cut a [[slice]] from the [[chine]], Od. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:15, 3 October 2022
English (LSJ)
cut off from, νώτου ἀποπροταμών after he had cut a slice from the chine, Od.8.475, cf. Nic.Th.572.
Spanish (DGE)
cortar arrancando νώτου ἀποπροταμών después de haber cortado un trozo de espalda, Od.8.475, cf. Nic.Th.572.
German (Pape)
[Seite 320] (s. τέμνω), von etwas ab- u. vorschneiden, νώτου ἀποπροταμών Od. 8, 475.
French (Bailly abrégé)
part. ao.2 ἀποπροταμών;
couper une part, une tranche de, gén..
Étymologie: ἀπό, προτέμνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποπροτέμνω: (part. aor. 2 ἀποπροταμών) отрезывать (τινός Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπροτέμνω: κόπτω ἀπὸ..., νώτου ἀποπροταμών, ἀποκόψας, ἀφελὼν τεμάχιον ἐκ τῆς ράχεως, Ὀδ. Θ. 475˙ πρβλ. Νικ. Θ. 573.
English (Autenrieth)
aor. 2 part. ἀποπροταμών: cut off from; τινός, Od. 8.475†.
Greek Monotonic
ἀποπροτέμνω: μέλ. -τεμῶ, αόρ. βʹ -προέτᾰμον· αποκόπτω από, νώτου ἀποπροταμών, αφού του έκοψε ένα κομμάτι από τη ράχη, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
to cut off from, νώτου ἀποπροταμών after he had cut a slice from the chine, Od.