ἀποσυλάω: Difference between revisions

From LSJ

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />piller, ravir ; τινά τινος, τινά [[τι]] dépouiller qqn de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[συλάω]].
|btext=-ῶ :<br />piller, ravir ; τινά τινος, τινά [[τι]] dépouiller qqn de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[συλάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσῡλάω:''' [[отнимать]], [[похищать]], [[грабить]] (τί τινος Pind., τινά τινος Soph. и τινά τι Eur., Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσῡλάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αποσπώ]] [[λάφυρα]] από κάποιον, και ως εκ [[τούτου]] [[υπεξαιρώ]], [[αφαιρώ]], [[αρπάζω]] [[κάτι]] από κάποιον, <i>τινά τινος</i>, σε Σοφ.· <i>τινά τι</i>, σε Ξεν. — Παθ., <i>ἀποσυλᾶσθαί τι</i>, αποστερούμαι, ληστεύομαι από [[κάτι]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀποσῡλάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αποσπώ]] [[λάφυρα]] από κάποιον, και ως εκ [[τούτου]] [[υπεξαιρώ]], [[αφαιρώ]], [[αρπάζω]] [[κάτι]] από κάποιον, <i>τινά τινος</i>, σε Σοφ.· <i>τινά τι</i>, σε Ξεν. — Παθ., <i>ἀποσυλᾶσθαί τι</i>, αποστερούμαι, ληστεύομαι από [[κάτι]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσῡλάω:''' [[отнимать]], [[похищать]], [[грабить]] (τί τινος Pind., τινά τινος Soph. и τινά τι Eur., Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[strip]] off spoils from a [[person]], to rob or [[defraud]] one of a [[thing]], τινά τινος Soph.; τινά τι Eur., Xen.:—Pass., ἀποσυλᾶσθαί τι to be robbed of a [[thing]], Aesch.
|mdlsjtxt=<br />to [[strip]] off spoils from a [[person]], to rob or [[defraud]] one of a [[thing]], τινά τινος Soph.; τινά τι Eur., Xen.:—Pass., ἀποσυλᾶσθαί τι to be robbed of a [[thing]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 18:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσῡλάω Medium diacritics: ἀποσυλάω Low diacritics: αποσυλάω Capitals: ΑΠΟΣΥΛΑΩ
Transliteration A: aposyláō Transliteration B: aposylaō Transliteration C: aposylao Beta Code: a)posula/w

English (LSJ)

A strip off spoils from a person: hence, strip off or take away from, τί τινος Pi.P.4.110. II rob, defraud one of a thing, ὅς μ' . . ἀπεσύλησεν πάτρας S.OC1330; ὅτε ἐκράτησεν ἡμῶν ἀπεσύλησεν ἂ ἐδύνατο Is.5.30; ἀ. τινά τι E.Alc.870 (lyr.), X.An.1.4.8:—Pass., ἀποσυλᾶσθαί τι A.Pr.172 (lyr.); ἱερὰ -συληθέντα τῶν ἀναθημάτων Jul. Or.7.228b. III carry off, τὴν Ἄρτεμιν Luc.Tox.2.

Spanish (DGE)

(ἀποσῡλάω) 1 quitar, arrebatar c. ac. de cosa y gen. de pers. o cosa νιν (τιμάν) ... ἁμετέρων ἀποσυλᾶσαι ... τοκέων Pi.P.4.110, τὰς οὐσίας τῶν ζώντων D.C.47.16.1, de la circuncisión σάρκ' ἀποσυλῆσαι πόσθης Theodotus SHell.761, en v. pas. ποταμοῦ ἀποσυληθέντα καρκίνον cangrejo arrebatado del río Nic.Th.605, cf. Poll.1.236.
2 robar, privar de, despojar c. ac. de pers. o cosa y gen. de cosa ὅς μ' ... ἀπεσύλησεν πάτρας S.OC 1330, en v. pas. (ἱερὰ) ἀποσυληθέντα τῶν ἀναθημάτων Iul.Or.7.228b
c. doble ac. τοῖον ὅμηρον μ' ἀποσυλήσας E.Alc.870, χαλκοῦς καὶ ἄλλα ... ἡμᾶς UPZ 19.29 (II a.C.), en v. pas. σκῆπτρον τιμάς τ' ἀποσυλᾶται A.Pr.171
sólo c. ac. de cosa pillar, robar ἃ ἐδύνατο Is.5.30, χρήματα X.An.1.4.8, cf. POxy.1121.20 (III d.C.), τὴν Ἄρτεμιν Luc.Tox.2, en v. pas. τῶν πατρῴ<ω>ν μου ἀποσυληθέντων PCair.Isidor.63.10 (III d.C.)
sólo c. ac. de pers., mismo sent. ἀπεσύλησεν αὐτοὺς καὶ ἀνεχώρησεν POxy.3581.14 (IV/V d.C.).

German (Pape)

[Seite 328] abnehmen, die Rüstung den Erschlagenen, übh. berauben, τί τινος, τοκέων τιμάν, Pind. P. 4, 110; τινά τινος Soph. O. C. 1332; Is. 5, 30; τινά τι Xen. An. 1, 4, 8; Eur. Alc. 870; Luc. Tox. 28; ἀποσυλῶμαί τι Aesch. Prom. 171; κόρην ἐκ τῶν ἀδύτων Heliod. 10, 36.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
piller, ravir ; τινά τινος, τινά τι dépouiller qqn de qch.
Étymologie: ἀπό, συλάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσῡλάω: отнимать, похищать, грабить (τί τινος Pind., τινά τινος Soph. и τινά τι Eur., Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσῡλάω: λαμβάνω λάφυρα ἀπό τινος, ὅθεν ἀφαιρῶ, ἁρπάζω τί τινος Πινδ. Π. 4. 195. ΙΙ. ἀποστερῶ τινά τινος, ὅς μ’ ἐξέωσε κἀπεσύλησεν πάτρας Σοφ. Ο. Κ. 1330 (ἔνθα ἴδε Ἐλμσλ. καὶ Ἕρμ.), Ἰσαῖος 54. 2: ὡσαύτως, ἀπ. τινά τι Εὐρ. Ἄλκ. 870, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 8· ἐντεῦθεν ἐν τῷ παθ., ἀποσυλᾶσθαί τι Αἰσχύλ. Πρ.174. ― ἀποσυλέω καὶ -όω, εἶναι τύπος ἀμφίβολος.

Greek Monotonic

ἀποσῡλάω: μέλ. -ήσω, αποσπώ λάφυρα από κάποιον, και ως εκ τούτου υπεξαιρώ, αφαιρώ, αρπάζω κάτι από κάποιον, τινά τινος, σε Σοφ.· τινά τι, σε Ξεν. — Παθ., ἀποσυλᾶσθαί τι, αποστερούμαι, ληστεύομαι από κάτι, σε Αισχύλ.

Middle Liddell


to strip off spoils from a person, to rob or defraud one of a thing, τινά τινος Soph.; τινά τι Eur., Xen.:—Pass., ἀποσυλᾶσθαί τι to be robbed of a thing, Aesch.