ἀφρώδης: Difference between revisions
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες:<br />écumeux, écumant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀφρός]], -ωδης. | |btext=ης, ες:<br />écumeux, écumant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀφρός]], -ωδης. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀφρώδης:''' [[подобный пене]], [[пенистый]] Eur., Plat. etc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀφρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[αφρώδης]], αφρισμένος, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἀφρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[αφρώδης]], αφρισμένος, σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[εἶδος]]<br />foamy, Eur. | |mdlsjtxt=[[εἶδος]]<br />foamy, Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ες, A foamy, αἷμα Diog.Apoll.6, Hp.Aph.5.13, cf. Acut.53; στόματος ἀ. πέλανος E.Or.220; ὄμβρος Tim.Pers.71 (dub.); γένος Pl. Ti.60b; σπέρματα Corn.ND24. II μήκων ἀ. frothy poppy, Silene inflata, Dsc.4.66; = πέπλος, ib.167 (but, = πεπλίς, Plin.HN27.119); = χαμαισύκη, Ps.-Dsc.4.169.
Spanish (DGE)
-ες
1 espumeante, αἷμα Diog.Apoll.B 6, Hp.Aph.5.13, Acut.53, Epid.7.48, οὐρήσιες Hp.Prorrh.1.113, ὑμήν Hp.Oss.12, στόματος ἀ. πελανός E.Or.220, γένος ... ἐκ τῶν χυμῶν, ὀπὸς ἐπωνομάσθη Pl.Ti.60b, σπέρματα Corn.ND 24.
2 bot. viscoso del látex de algunas plantas, esp. de la adormidera μήκων ἀ. adormidera jugosa, Suene inflala Sm., Dsc.4.66, de la χαμαισύκη Ps.Dsc.4.169.
German (Pape)
[Seite 415] ες, schäumend, voll Schaum, Hippocr.; Plat. Tim. 60 b; στόματος ἀφρώδη πέλανον Eur. Or. 220.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
écumeux, écumant.
Étymologie: ἀφρός, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
ἀφρώδης: подобный пене, пенистый Eur., Plat. etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφρώδης: -ες, (εἶδος) ὡς καὶ νῦν, πλήρης ἀφροῦ, αἷμα Ἱππ. Ἀφ. 1253, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 220, Πλάτ. Τίμ. 60Β.
Greek Monolingual
(-ους), -ες (AM ἀφρώδης, -ες)
αυτός που έχει αφρούς, που είναι γεμάτος από αφρούς
νεοελλ.
«αφρώδης οίνος» ή «καμπανίτης οίνος» — φυσικά αεριούχος οίνος, δηλ. εμπλουτισμένος με διοξείδιο του άνθρακα, το οποίο παράγεται κατά το τέλος της αλκοολικής ζύμωσης.
Greek Monotonic
ἀφρώδης: -ες (εἶδος), αφρώδης, αφρισμένος, σε Πλάτ.
Middle Liddell
εἶδος
foamy, Eur.