ἄθηρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans gibier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[θήρ]].
|btext=ος, ον :<br />sans gibier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[θήρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄθηρος:''' [[лишенный дичи или бедный дичью]] ([[χώρα]] Her., Plut.): ἄ. [[ἡμέρα]] Aesch. день неудачной охоты.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄθηρος:''' -ον ([[θήρ]]), αυτός που δεν έχει άγρια θηρία ή [[κυνήγι]], σε Ηρόδ.· <i>τὸ ἄθηρον</i>, [[απουσία]] θηραμάτων ή κυνηγιού, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἄθηρος:''' -ον ([[θήρ]]), αυτός που δεν έχει άγρια θηρία ή [[κυνήγι]], σε Ηρόδ.· <i>τὸ ἄθηρον</i>, [[απουσία]] θηραμάτων ή κυνηγιού, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄθηρος:''' [[лишенный дичи или бедный дичью]] ([[χώρα]] Her., Plut.): ἄ. [[ἡμέρα]] Aesch. день неудачной охоты.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[θήρ]<br />without [[wild]] beasts or [[game]], Hdt.: τὸ ἄθηρον [[absence]] of [[game]], Plut.
|mdlsjtxt=[θήρ]<br />without [[wild]] beasts or [[game]], Hdt.: τὸ ἄθηρον [[absence]] of [[game]], Plut.
}}
}}

Revision as of 18:48, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄθηρος Medium diacritics: ἄθηρος Low diacritics: άθηρος Capitals: ΑΘΗΡΟΣ
Transliteration A: áthēros Transliteration B: athēros Transliteration C: athiros Beta Code: a)/qhros

English (LSJ)

ον, A without wild beasts or game, χώρη Hdt.4.185; τὸ ἄθηρον ταῖς λίμναις ἔνεστι, = ἀθηρία 2, Plu.2.981c; ἄ. ἡμέρα a blank day, A. Fr.241. II repelling noxious animals, κλάδος Gp.10.32, etc.

Spanish (DGE)

-ον
1 que carece de animales o caza χώρη Hdt.4.185, Plu.2.86b, ἄ. ἡμέρα día de caza en el que no se ha cobrado pieza A.Fr.241.
2 subst. τὸ ἄ. imposibilidad de cazar τὸ ἄ. ταῖς λίμναις ἔνεστι Plu.2.981c.
3 que aleja a los animales dañinos (serpientes) κλάδος Gp.10.32, 13.8.3.

German (Pape)

[Seite 46] 1) ohne Wild, Her. 4, 185; Plut. τὸ ἄθηρον, = ἀθηρία, sol. an. 32. – 2) ohne Jagdbeute, ἡμέρα Aesch. bei B. A. 351.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans gibier.
Étymologie: , θήρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄθηρος: лишенный дичи или бедный дичью (χώρα Her., Plut.): ἄ. ἡμέρα Aesch. день неудачной охоты.

Greek (Liddell-Scott)

ἄθηρος: -ον, ὁ ἄνευ ἀγρίων ζῴων, ἄνευ κυνηγίου, χώρη, Ἡρόδ. 4. 185: τὸ ἄθηρον ἔνεστι ταῖς λίμναις, = ἀθηρία, Πλούτ. 2. 981C: - ἀθ. ἡμέρα = ἡμέρα ἄνευ θηράματος, ἀνωφελής. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 339. ΙΙ. ὁ ἀπελαύνων, ἀπωθῶν ἐπιβλαβῆ ζῷα, κλάδος, Γεωπ. 10. 32, κτλ.

Greek Monotonic

ἄθηρος: -ον (θήρ), αυτός που δεν έχει άγρια θηρία ή κυνήγι, σε Ηρόδ.· τὸ ἄθηρον, απουσία θηραμάτων ή κυνηγιού, σε Πλούτ.

Middle Liddell

[θήρ]
without wild beasts or game, Hdt.: τὸ ἄθηρον absence of game, Plut.