ἐγκέλευστος: Difference between revisions
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui a reçu un ordre, ordonné.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγκελεύω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui a reçu un ordre, ordonné.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγκελεύω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐγκέλευστος:''' [[повинующийся]] (действующий по) приказанию, побуждаемый ([[ὑπό]] τινος Xen.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐγκέλευστος:''' -ον, παροτρυμένος, αυτός που έχει προσταχθεί, αυτός που έχει δεχθεί [[διαταγή]], διατεταγμένος, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἐγκέλευστος:''' -ον, παροτρυμένος, αυτός που έχει προσταχθεί, αυτός που έχει δεχθεί [[διαταγή]], διατεταγμένος, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἐγκέλευστος]], ον<br />urged on, bidden, commanded, Xen. [from [[ἐγκελεύω]] | |mdlsjtxt=[[ἐγκέλευστος]], ον<br />urged on, bidden, commanded, Xen. [from [[ἐγκελεύω]] | ||
}} | }} |
Revision as of 18:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, urged on, ὑπό τινος X.An. 1.3.13.
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: graf. ἐκκ- Synes.Ep.73 (p.132)
1 animado, apremiado, instigado de pers. ἀνίσταντο ... ὑπ' ἐκείνου ἐγκέλευστοι X.An.1.3.13, ὑπὸ Κύρου X.Cyr.5.5.39, cf. D.H.4.12, κατήγορος Synes.l.c.
2 dirigido θρῆνος ἐ. I.BI 2.6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a reçu un ordre, ordonné.
Étymologie: ἐγκελεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκέλευστος: повинующийся (действующий по) приказанию, побуждаемый (ὑπό τινος Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκέλευστος: -ον, ἐγκελευσθείς, διαταχθείς, «βαλμένος», Ξεν. Ἀν. 1. 3, 13.
Greek Monolingual
ἐγκέλευστος, -ον (Α)
εγκάθετος, διαταγμένος, βαλτός.
Greek Monotonic
ἐγκέλευστος: -ον, παροτρυμένος, αυτός που έχει προσταχθεί, αυτός που έχει δεχθεί διαταγή, διατεταγμένος, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἐγκέλευστος, ον
urged on, bidden, commanded, Xen. [from ἐγκελεύω