ἐκκυνέω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />perdre la piste.<br />'''Étymologie:''' [[ἔκκυνος]].
|btext=-ῶ :<br />perdre la piste.<br />'''Étymologie:''' [[ἔκκυνος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκκῠνέω:''' (о собаках) сбиваться в сторону (παρὰ τὸ [[ἴχνος]] Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκκῠνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἔκκυνος]]), [[εκτελώ]] [[έρευνα]], [[ψάξιμο]], [[αναζήτηση]], [[ψάχνω]] για ίχνη, λέγεται για κυνηγετικά σκυλιά ή λαγωνικά, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐκκῠνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἔκκυνος]]), [[εκτελώ]] [[έρευνα]], [[ψάξιμο]], [[αναζήτηση]], [[ψάχνω]] για ίχνη, λέγεται για κυνηγετικά σκυλιά ή λαγωνικά, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκκῠνέω:''' (о собаках) сбиваться в сторону (παρὰ τὸ [[ἴχνος]] Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω [[ἔκκυνος]]<br />to [[keep]] questing [[about]], of hounds, Xen.
|mdlsjtxt=fut. ήσω [[ἔκκυνος]]<br />to [[keep]] questing [[about]], of hounds, Xen.
}}
}}

Revision as of 19:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκῠνέω Medium diacritics: ἐκκυνέω Low diacritics: εκκυνέω Capitals: ΕΚΚΥΝΕΩ
Transliteration A: ekkynéō Transliteration B: ekkyneō Transliteration C: ekkyneo Beta Code: e)kkune/w

English (LSJ)

(ἔκκυνος) of hounds, keep questing about, X.Cyn.3.10, Poll.5.65:—also ἐκκῠνόω, ibid.

Spanish (DGE)

abandonar la jauría, desentenderse del rastro ἄλλαι ἐκκυνοῦσι παρὰ τὸ ἴχνος διὰ τέλους συμπεριφερόμεναι X.Cyn.3.10, cf. Poll.5.65, cf. tb. ἐκκυνόω.

German (Pape)

[Seite 765] Xen. Cyn. 3, 10 u. Poll. 5, 65, vom Spürhunde, revieren, nicht immer einer Spur folgen.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
perdre la piste.
Étymologie: ἔκκυνος.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκῠνέω: (о собаках) сбиваться в сторону (παρὰ τὸ ἴχνος Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκῠνέω: (ἔκκυνος) τεχνικὸς ὅρος, ἐπὶ τῶν θηρευτικῶν ἐκείνων κυνῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν ἀκολουθοῦσιν εἰς ὡρισμένα τινὰ ἴχνη, ἀλλὰ περιπλανῶνται πολλὰ ἐρευνῶντες, Ξεν. Κυν. 3. 10, Πολυδ. Ε΄, 65.

Greek Monotonic

ἐκκῠνέω: μέλ. -ήσω (ἔκκυνος), εκτελώ έρευνα, ψάξιμο, αναζήτηση, ψάχνω για ίχνη, λέγεται για κυνηγετικά σκυλιά ή λαγωνικά, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ήσω ἔκκυνος
to keep questing about, of hounds, Xen.