ἐμμαπέως: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />vite, rapidement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[μαπέειν]].
|btext=<i>adv.</i><br />vite, rapidement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[μαπέειν]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμμᾰπέως:''' [[μάρπτω]] быстро, немедленно, тотчас же Hom., HH, Hes.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμμᾰπέως:''' επίρρ., [[γρήγορα]], [[ταχέως]], [[πάραυτα]], βιαστικά, εσπευσμένα, στα [[γρήγορα]], σε Όμηρ. (πιθ. από τα [[μαπέειν]], [[μάρπτω]], [[αρπάζω]], [[πιάνω]], [[δράττομαι]] με [[προθυμία]]).
|lsmtext='''ἐμμᾰπέως:''' επίρρ., [[γρήγορα]], [[ταχέως]], [[πάραυτα]], βιαστικά, εσπευσμένα, στα [[γρήγορα]], σε Όμηρ. (πιθ. από τα [[μαπέειν]], [[μάρπτω]], [[αρπάζω]], [[πιάνω]], [[δράττομαι]] με [[προθυμία]]).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμμᾰπέως:''' [[μάρπτω]] быстро, немедленно, тотчас же Hom., HH, Hes.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 19:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμμᾰπέως Medium diacritics: ἐμμαπέως Low diacritics: εμμαπέως Capitals: ΕΜΜΑΠΕΩΣ
Transliteration A: emmapéōs Transliteration B: emmapeōs Transliteration C: emmapeos Beta Code: e)mmape/ws

English (LSJ)

Adv., (μαπέειν) quickly, hastily, ἐ. ἀπόρουσε Il.5.836; ὑπάκουσε Od.14.485, h.Ven.180; ὑπέδεκτο Hes.Sc.442.

Spanish (DGE)

(ἐμμᾰπέως)
adv. con prontitud, con diligencia, inmediatamente ὁ δ' ἄρ' ἐ. ἀπόρουσεν Il.5.836, ἐ. ὑπάκουσεν Od.14.485, h.Ven.180, cf. Hes.Sc.442, Io Eleg.3.

German (Pape)

[Seite 807] (μάρπτω, μαπεῖν, also im Griff, schnell zugreifend), sofort, sogleich, rasch; ἀπόρουσε Il. 5, 836; ὑπάκουσε Od. 14, 485; h. Ven. 118; ὑπέδεκτο Hes. Sc. 442. – Andere leiteten es von ἅμα τῷ ἔπει ab.

French (Bailly abrégé)

adv.
vite, rapidement.
Étymologie: ἐν, μαπέειν.

Russian (Dvoretsky)

ἐμμᾰπέως: μάρπτω быстро, немедленно, тотчас же Hom., HH, Hes.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμμᾰπέως: ἐπίρρ. «ἐνεργῶς, ταχέως, ἑτοίμως, σπουδαίως, μετὰ σπουδῆς» (Σχόλ.)· ἐμμαπέως ἀπόρουσε Ἰλ. Ε. 836· ὑπάκουσε Ὀδ. Ξ. 485· ὑπέδεκτο Ἡσ. Ἀσπ. Ἠρ. 442. Κατὰ τὸν Ἡσύχ. ἐκ τοῦ ἅμα τῷ εἰπεῖν: ἄλλοι κάλλιον ἐκ τοῦ μαπέειν, δράττεσθαι προθύμως.

English (Autenrieth)

instantly, Il. 5.836 and Od. 14.485.

Greek Monolingual

ἐμμαπέως (Α)
επίρρ. γρήγορα ή με προθυμία.

Greek Monotonic

ἐμμᾰπέως: επίρρ., γρήγορα, ταχέως, πάραυτα, βιαστικά, εσπευσμένα, στα γρήγορα, σε Όμηρ. (πιθ. από τα μαπέειν, μάρπτω, αρπάζω, πιάνω, δράττομαι με προθυμία).

Frisk Etymological English

See also: s. μαπέειν.

Middle Liddell


quickly, readily, hastily, Hom. [Perh. from μαπέειν, μάρπτω, to seize eagerly.]

Frisk Etymology German

ἐμμαπέως: {emmapéōs}
Grammar: Adv.
Meaning: sofort, rasch (ep. seit Il.).
Etymology: Zu *ἐμμαπής zugreifend von *ἐμμαπεῖν, s. μαπέειν.
Page 1,505