ἐπίκυρτος: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />légèrement courbé, bossu.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κυρτός]]. | |btext=ος, ον :<br />légèrement courbé, bossu.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κυρτός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπίκυρτος:''' [[согнутый]], [[сутулый]] (τὸ ἐπίκυρτόν τινος μιμεῖσθαι Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίκυρτος]], -ον) [[κυρτός]]<br />[[κυρτός]] [[προς]] τα [[κάτω]] ή [[προς]] τα [[εμπρός]], [[σκυφτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[επίκυρτος]]<br /><b>1.</b> φυσόστομος [[ιχθύς]] της οικογένειας τών σαλμωνιδών<br /><b>2.</b> κολεόπτερο [[έντομο]] της οικογένειας τών δασκυλλιδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπίκυρτον</i><br />η [[κυρτότητα]], η [[καμπούρα]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίκυρτος]], -ον) [[κυρτός]]<br />[[κυρτός]] [[προς]] τα [[κάτω]] ή [[προς]] τα [[εμπρός]], [[σκυφτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[επίκυρτος]]<br /><b>1.</b> φυσόστομος [[ιχθύς]] της οικογένειας τών σαλμωνιδών<br /><b>2.</b> κολεόπτερο [[έντομο]] της οικογένειας τών δασκυλλιδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπίκυρτον</i><br />η [[κυρτότητα]], η [[καμπούρα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, arched, S.Ichn.294; round-shouldered, Πλάτωνος τὸ ἐ. Plu.2.53c.
German (Pape)
[Seite 955] etwas gekrümmt, buckelig, Sp., wie Plut. τοῦ Πλάτωνος τὸ ἐπίκυρτον, die gekrümmte Haltung des Plato, de adul. et am. discr. 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
légèrement courbé, bossu.
Étymologie: ἐπί, κυρτός.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίκυρτος: согнутый, сутулый (τὸ ἐπίκυρτόν τινος μιμεῖσθαι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίκυρτος: -ον, κεκυρτωμένος πρὸς τὰ ἐμπρός, ὀλίγον τι κυφός, Πλούτ. 2. 53C.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπίκυρτος, -ον) κυρτός
κυρτός προς τα κάτω ή προς τα εμπρός, σκυφτός
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο επίκυρτος
1. φυσόστομος ιχθύς της οικογένειας τών σαλμωνιδών
2. κολεόπτερο έντομο της οικογένειας τών δασκυλλιδών
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίκυρτον
η κυρτότητα, η καμπούρα.