ἐπεισκωμάζω: Difference between revisions
Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ao.</i> ἐπεισεκώμασα, <i>pf.</i> ἐπεισκεκώμακα;<br />faire irruption comme des libertins en partie de débauche.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[εἰσκωμάζω]]. | |btext=<i>ao.</i> ἐπεισεκώμασα, <i>pf.</i> ἐπεισκεκώμακα;<br />faire irruption comme des libertins en partie de débauche.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[εἰσκωμάζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπεισκωμάζω:''' (pf. ἐπεισκεκώμακα) (шумно, подобно толпе гуляк) вторгаться, врываться ([[ἔξωθεν]] Plat.; τισὶ [[ἀπό]] τινος Luc.; τοῖς συμποσίοις Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπεισκωμάζω:''' μέλ. <i>—σω</i>, [[ορμώ]] με [[φόρα]] όπως οι πανηγυριστές, οι γλεντζέδες, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἐπεισκωμάζω:''' μέλ. <i>—σω</i>, [[ορμώ]] με [[φόρα]] όπως οι πανηγυριστές, οι γλεντζέδες, σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[rush]] in like revellers, Plat. | |mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[rush]] in like revellers, Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 3 October 2022
English (LSJ)
rush in like disorderly revellers, Pl.R.500b; of tyrants, Stoic. 3.191: Metaph. of arguments, Pl.Tht.184a, cf. Luc.Pseudol.11: c. acc., Σωφροσύνην καὶ Ἐγκράτειαν -εκώμασαν (nisi leg. -εκόμισαν) Aristox.Fr.Hist.15: c. dat., make an inroad upon, Κελτοὶ ἐ. τῇ Ἑλλάδι Aristid.Or.22 (19).8.
German (Pape)
[Seite 912] dazu hineinschwärmen, eigtl. vom bacchischen Chor mit Musik u. Tanz, übh. auf freche Weise sich eindrängen, οἱ ἔξωθεν οὐ προσῆκον ἐπεισκεκωμακότες Plat. Rep. VI, 500 d; ὑπὸ τῶν ἐπεισκωμαζόντων λόγων Theaet. 184 a; vgl. Luc. Pseudol. 11; πόλεμος ἐπεισκωμάζει, bricht herein, Aristid. – Die transitive Bdtg »noch dazu einführen«, Polyarch. bei Ath. XII, 546 c, ist zweifelhaft, wahrscheinlich ist ἐπεισκομίζω zu lesen.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐπεισεκώμασα, pf. ἐπεισκεκώμακα;
faire irruption comme des libertins en partie de débauche.
Étymologie: ἐπί, εἰσκωμάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεισκωμάζω: (pf. ἐπεισκεκώμακα) (шумно, подобно толпе гуляк) вторгаться, врываться (ἔξωθεν Plat.; τισὶ ἀπό τινος Luc.; τοῖς συμποσίοις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεισκωμάζω: εἰσορμῶ που ὡς οἱ κωμάζοντες, Πλάτ. Πολ. 500Β· μεταφ., ἐπὶ ἐπιχειρημάτων λογικῶν, ὁ αὐτὸς ἐν Θεαιτήτῳ 184, πρβλ, Λουκ. Ψευδολογιστ. 11.
Greek Monolingual
ἐπεισκωμάζω (Α)
1. ορμώ, μπαίνω ορμητικά σαν να μετέχω σε κώμο («αἰτίους εἶναι τοὺς ἔξωθεν οὐ προσῆκον ἐπεισκεκωμακότας», Πλάτ.)
2. κάνω επιδρομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισκωμάζω «πανηγυρίζω, εμφανίζομαι ξαφνικά»].
Greek Monotonic
ἐπεισκωμάζω: μέλ. —σω, ορμώ με φόρα όπως οι πανηγυριστές, οι γλεντζέδες, σε Πλάτ.
Middle Liddell
fut. σω
to rush in like revellers, Plat.