ἐσχάριος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui concerne le foyer, l'âtre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐσχάρα]].
|btext=ος, ον :<br />qui concerne le foyer, l'âtre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐσχάρα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐσχάριος:''' (ᾰ) горящий на очаге ([[πῦρ]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐσχάριος:''' -ον ([[ἐσχάρα]]), [[κατάλληλος]] για την [[σχάρα]] ή αυτός που ανήκει στην [[εστία]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἐσχάριος:''' -ον ([[ἐσχάρα]]), [[κατάλληλος]] για την [[σχάρα]] ή αυτός που ανήκει στην [[εστία]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐσχάριος:''' (ᾰ) горящий на очаге ([[πῦρ]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐσχάριος]], ον [[ἐσχάρα]]<br />of or on the [[hearth]], Anth.
|mdlsjtxt=[[ἐσχάριος]], ον [[ἐσχάρα]]<br />of or on the [[hearth]], Anth.
}}
}}

Revision as of 19:56, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐσχάριος Medium diacritics: ἐσχάριος Low diacritics: εσχάριος Capitals: ΕΣΧΑΡΙΟΣ
Transliteration A: eschários Transliteration B: escharios Transliteration C: escharios Beta Code: e)sxa/rios

English (LSJ)

ον, of or on the hearth, πῦρ AP7.210 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1045] zum Heerde gehörig, auf dem Heerde, πῦρ Antip. Sid. 63 (VII, 2101.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne le foyer, l'âtre.
Étymologie: ἐσχάρα.

Russian (Dvoretsky)

ἐσχάριος: (ᾰ) горящий на очаге (πῦρ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐσχάριος: -ον, ἀνήκων εἰς τὴν ἐσχάραν, τὴν ἑστίαν ἢ κατάλληλος δι᾿ αὐτήν, πῦρ Ἀνθ. Π. 7. 210.

Greek Monolingual

ἐσχάριος, -ον (Α) εσχάρα
αυτός που ανήκει στην εσχάρα ή είναι κατάλληλος γι' αυτήν.

Greek Monotonic

ἐσχάριος: -ον (ἐσχάρα), κατάλληλος για την σχάρα ή αυτός που ανήκει στην εστία, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐσχάριος, ον ἐσχάρα
of or on the hearth, Anth.