ἔξαιτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />choisi ; distingué.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[αἰτέω]].
|btext=ος, ον :<br />choisi ; distingué.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[αἰτέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔξαιτος:''' [[отборный]], [[отличный]] ([[οἶνος]], ἑκατόμβαι Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔξαιτος:''' -ον ([[αἰτέω]]), [[περιζήτητος]], [[πολυπόθητος]], [[εκλεκτός]], [[εξαίρετος]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἔξαιτος:''' -ον ([[αἰτέω]]), [[περιζήτητος]], [[πολυπόθητος]], [[εκλεκτός]], [[εξαίρετος]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔξαιτος:''' [[отборный]], [[отличный]] ([[οἶνος]], ἑκατόμβαι Hom.).
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 20:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξαιτος Medium diacritics: ἔξαιτος Low diacritics: έξαιτος Capitals: ΕΞΑΙΤΟΣ
Transliteration A: éxaitos Transliteration B: exaitos Transliteration C: eksaitos Beta Code: e)/caitos

English (LSJ)

ον, (ἐξαίνυμαι) picked, choice, excellent, οἶνόν τ' ἔ. μελιηδέα Il.12.320; νῆα καὶ ἐ. ἐρέτας Od.2.307; ἐ. ἑκατόμβας 5.102: in later Poets like ἐξαίρετος, A.R.4.1004, AP6.332.5 (Hadr.), Man.2.226, 3.354, Mus.Belg.16.71 (Attica, ii A. D.).

Spanish (DGE)

-ον
1 selecto, escogido, excelente οἶνόν τ' ἔξαιτον μελιηδέα Il.12.320, ἔξαιτοι ἐρέται Od.2.307, ἑκατόμβαι Od.5.102, cf. AP 6.332 (Hadr.), Man.2.226, 3.354, IG 22.3606.25 (II d.C.)
neutr. sg. como adv. extraordinariamente ἰαίνεσθε ἔξαιτον Call.Fr.80.9.
2 exigido, reclamado Μήδειαν δ' ἔξαιτον ἑοῦ ἐς πατρὸς ἄγεσθαι ἵεντ' exigían llevarse a casa de su padre a la reclamada Medea A.R.4.1004.

German (Pape)

[Seite 865] ausgewählt, vorzüglich; οἶνος Il. 12, 320; ἐρέται Od. 2, 307; ἑκατόμβαι 5, 302; sp. D., wie Man. 2, 226; auch Μήδεια, zurückgefordert, Ap. Rh. 4, 1004.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
choisi ; distingué.
Étymologie: ἐξ, αἰτέω.

Russian (Dvoretsky)

ἔξαιτος: отборный, отличный (οἶνος, ἑκατόμβαι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔξαιτος: -ον, (αἰτέω) περιζήτητος, ἐκλεκτός, ἐπίλεκτος, οἶνόν τ’ ἔξαιτον μελιηδέα Ἰλ. Μ. 320· νῆα καὶ ἐξαίτους ἐρέτας Ὀδ. Β. 307· ἐξαίτους ἑκατόμβας Ε. 102· μεταγεν. ποιηταὶ μετεχειρίζοντο τὴν λέξιν ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐξαίρετος, Ἀνθ. Π. 6. 332, Μανέθων 2. 226., 3. 354.

English (Autenrieth)

ἐξαίρετος.

Greek Monolingual

ἔξαιτος, -ον (Α)
περιζήτητος, εξαίρετος, εκλεκτός («ἐξαίτους ἐρέτας», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

ἔξαιτος: -ον (αἰτέω), περιζήτητος, πολυπόθητος, εκλεκτός, εξαίρετος, σε Όμηρ.

Frisk Etymological English

See also: s. αἴνυμαι.

Middle Liddell

ἔξ-αιτος, ον adj αἰτέω
much asked for, much desired, choice, excellent, Hom.

Frisk Etymology German

ἔξαιτος: {éksaitos}
Meaning: auserlesen
See also: s. αἴνυμαι.
Page 1,528