ἰξευτής: Difference between revisions
πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>adj. m.</i><br />qui prend avec de la glu ; <i>subst.</i> ὁ [[ἰξευτής]] oiseleur qui chasse à la glu.<br />'''Étymologie:''' [[ἰξεύω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>adj. m.</i><br />qui prend avec de la glu ; <i>subst.</i> ὁ [[ἰξευτής]] oiseleur qui chasse à la glu.<br />'''Étymologie:''' [[ἰξεύω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰξευτής:''' οῦ adj. m ловящий птиц с помощью клея, т. е. птицеловный (κάλαμοι Anth.).<br />οῦ ὁ птицелов (ἰξευταὶ λαθροβόλῳ δόνακι Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰξευτής:''' -οῦ, ὁ ([[ἰξεύω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[κυνηγός]] πουλιών, αυτός που πιάνει πουλιά με ξώβεργες, [[ορνιθοθήρας]], σε Βίωνα, Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., αυτός που πιάνει πουλιά με ξώβεργες, [[ιξευτικός]], στο ίδ. | |lsmtext='''ἰξευτής:''' -οῦ, ὁ ([[ἰξεύω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[κυνηγός]] πουλιών, αυτός που πιάνει πουλιά με ξώβεργες, [[ορνιθοθήρας]], σε Βίωνα, Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., αυτός που πιάνει πουλιά με ξώβεργες, [[ιξευτικός]], στο ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἰξευτής]], οῦ, [[ἰξεύω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[fowler]], [[bird]]-catcher, [[Bion]]., Anth.<br /><b class="num">II.</b> as adj. [[catching]] with birdlime, Anth. | |mdlsjtxt=[[ἰξευτής]], οῦ, [[ἰξεύω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[fowler]], [[bird]]-catcher, [[Bion]]., Anth.<br /><b class="num">II.</b> as adj. [[catching]] with birdlime, Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:30, 3 October 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A fowler, birdcatcher, Lyc.105, LXXAm.8.1, AP9.824 (Eryc.), Cat.Cod.Astr.1.166, Apollod.Poliorc.152.2, Porph.Abst.1.53; ἰ. κῶρος BionFr.9. II as adjective, catching with birdlime, ἰ. κάλαμοι AP6.152 (Agis).
German (Pape)
[Seite 1255] ὁ, dasselbe; Lycophr. 105; Eryc. 5 (IX, 824); auch adj., κάλαμοι Agis ep. (VI, 152).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
adj. m.
qui prend avec de la glu ; subst. ὁ ἰξευτής oiseleur qui chasse à la glu.
Étymologie: ἰξεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἰξευτής: οῦ adj. m ловящий птиц с помощью клея, т. е. птицеловный (κάλαμοι Anth.).
οῦ ὁ птицелов (ἰξευταὶ λαθροβόλῳ δόνακι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰξευτής: -οῦ, ὁ, (ἰξεύω) ὡς τὸ ἰξευτήρ, ὁ συλλαμβάνων πτηνὰ διὰ τοῦ ἰξοῦ, ὀρνιθοθήρας, ἰξευτὰς κῶρος Βίων 2.1, πρβλ. Λυκόφρ. 105, Ἀνθ. Π. 9. 822. - Κάθ’ Ἡσύχ.: «ἰξευτής· στρουθοπιάστης». ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἰξευτικός, ἰξευταῖς καλάμοις αὐτόθι 6. 152.
Greek Monolingual
ο, θηλ. ιξεύτρια (Α ἰξευτής, δωρ. τ. ἰξευτάς, θηλ. ἰξεύτρια) ιξεύω
αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με ιξόβεργα
αρχ.
1. ως επίθ. ιξευτικός («σὺν ἰξευταῖς καλάμοις»)
2. το θηλ. ἡ ἰξεύτρια
α) επίθ. της Τύχης
β) γένος φυτών της οικογένειας καρυοφυλλίδες.
Greek Monotonic
ἰξευτής: -οῦ, ὁ (ἰξεύω)·
I. κυνηγός πουλιών, αυτός που πιάνει πουλιά με ξώβεργες, ορνιθοθήρας, σε Βίωνα, Ανθ.
II. ως επίθ., αυτός που πιάνει πουλιά με ξώβεργες, ιξευτικός, στο ίδ.
Middle Liddell
ἰξευτής, οῦ, ἰξεύω
I. a fowler, bird-catcher, Bion., Anth.
II. as adj. catching with birdlime, Anth.