ὀχεῖον: Difference between revisions
χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />étalon, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὀχεύω]]. | |btext=ου (τό) :<br />étalon, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὀχεύω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀχεῖον:''' τό самец-производитель Arst., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὀχεῖον, τὸ (Α) [[[οχεία]] (Ι)]<br /><b>1.</b> [[αρσενικό]] ζώο που εκτρέφεται προκειμένου να βατεύει τα θηλυκά ζώα, [[επιβήτορας]], βατευτής («ἵππους ὑπὸ τοῖς κρατίστοις τῶν ὀχείων βιβάζουσι χάριτι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κόκορας]]<br /><b>3.</b> [[τόπος]] [[κατάλληλος]] για [[οχεία]].<br /><b>(II)</b><br />ὀχεῖον, τὸ (Α) [[[οχεία]] (II)]<br /><b>1.</b> η [[άγκυρα]]<br /><b>2.</b> [[ὄχος]], [[ὄχημα]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ὀχεῖον, τὸ (Α) [[[οχεία]] (Ι)]<br /><b>1.</b> [[αρσενικό]] ζώο που εκτρέφεται προκειμένου να βατεύει τα θηλυκά ζώα, [[επιβήτορας]], βατευτής («ἵππους ὑπὸ τοῖς κρατίστοις τῶν ὀχείων βιβάζουσι χάριτι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κόκορας]]<br /><b>3.</b> [[τόπος]] [[κατάλληλος]] για [[οχεία]].<br /><b>(II)</b><br />ὀχεῖον, τὸ (Α) [[[οχεία]] (II)]<br /><b>1.</b> η [[άγκυρα]]<br /><b>2.</b> [[ὄχος]], [[ὄχημα]]. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[stallion]] | |woodrun=[[stallion]] | ||
}} | }} |
Revision as of 21:50, 3 October 2022
English (LSJ)
τό, A male animal kept for breeding, stallion, Arist.HA572a14, GA748a27, Str. 16.2.10, Plu.Lyc.15; cock, Arist.GA730a11; ἵππων ὄνων τ' ὀχεῖα A. Fr.194. 2 γείτονας τοῦ ὀχείου Lycurg.Fr.26 (expld. conjecturally by Harp. as a place ἐν ᾧ ὀχεῖαι γίνονται κτηνῶν ἢ ὀχήματα μισθοῦται). II (ὀχέω) = ὄχημα ΙΙ, ὄχος, Din.Fr.64.2. 2 anchor, Trag. Adesp.251 (ap. Theognost.Can.128).
German (Pape)
[Seite 428] τό, 1) das männliche Thier, das zur Zucht gehalten wird, Beschäler, Zuchthengst, Zuchtstier, Zuchtbock, τὰ ὀχεῖα ἐκ τῶν θηλειῶν οὐκ ἐξαίρουσι, Arist. H. A. 6, 18, öfter; auch der Hahn, gen. an. 1, 21. – 2) der Ort für diese Thiere, Gestüt, Lycurg. bei Harpocrat. – 3) (von ὀχέω) = ὄχος, ὄχημα; ἵππων ὄνων τ' ὀχεῖα, Aesch. frg. 180; Dinarch. bei Harpocr.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
étalon, animal.
Étymologie: ὀχεύω.
Russian (Dvoretsky)
ὀχεῖον: τό самец-производитель Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχεῖον: τό, (ὀχεύω) ζῷον ἄρρεν τρεφόμενον ὅπως βατεύῃ τὰ θήλεα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 9, π. Ζ. Γεν. 2. 8, 15· ἀλεκτρυών, αὐτόθι 1. 21, 10· ἵππων ὄνων τ’ ὀχεῖα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 194· ὠνοῦνταί μοι τὸν ἵππον ὀχεῖον, δηλ. εἰς ὀχείαν ἀποδεδειγμένον, Δείναρχ. παρ’ Ἁρποκρ. 2) ὁ τόπος ἔνθα γίνεται ὀχεία, Λυκοῦργ. παρ’ Ἁρποκρ. ΙΙ. (ὀχέω), = ὄχημα ΙΙ, ὄχος, Δείναρχ. αὐτόθι. 2) ἄγκυρα, Θεογνώστ. Κανόν. 129.
Greek Monolingual
(I)
ὀχεῖον, τὸ (Α) [[[οχεία]] (Ι)]
1. αρσενικό ζώο που εκτρέφεται προκειμένου να βατεύει τα θηλυκά ζώα, επιβήτορας, βατευτής («ἵππους ὑπὸ τοῖς κρατίστοις τῶν ὀχείων βιβάζουσι χάριτι», Πλούτ.)
2. κόκορας
3. τόπος κατάλληλος για οχεία.
(II)
ὀχεῖον, τὸ (Α) [[[οχεία]] (II)]
1. η άγκυρα
2. ὄχος, ὄχημα.