ὀρνιθολόχος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />oiseleur.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρνις]], [[λόχος]].
|btext=ου (ὁ) :<br />oiseleur.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρνις]], [[λόχος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρνῑθολόχος:''' дор. [[ὀρνιχολόχος|ὀρνῑχολόχος]] ὁ птицелов Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρνῑθολόχος:''' Δωρ. ὀρνῑχ-, ὁ ([[λοχάω]]), = το προηγ., σε Πίνδ.
|lsmtext='''ὀρνῑθολόχος:''' Δωρ. ὀρνῑχ-, ὁ ([[λοχάω]]), = το προηγ., σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρνῑθολόχος:''' дор. [[ὀρνιχολόχος|ὀρνῑχολόχος]] ὁ птицелов Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λοχάω]] = ὀρνῑθοθήρης, Pind.]
|mdlsjtxt=[[λοχάω]] = ὀρνῑθοθήρης, Pind.]
}}
}}

Revision as of 21:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρνῑθολόχος Medium diacritics: ὀρνιθολόχος Low diacritics: ορνιθολόχος Capitals: ΟΡΝΙΘΟΛΟΧΟΣ
Transliteration A: ornitholóchos Transliteration B: ornitholochos Transliteration C: ornitholochos Beta Code: o)rniqolo/xos

English (LSJ)

Dor. ὀρνῑχ-, ὁA, (λοχάω) bird-catcher, fowler, Pi.I.1.48, which passage is cited with ὀρνιθολόχῳ by Plu.2.473a, but with ὀρνιθολόγῳ (wrongly) in ib.406c.

German (Pape)

[Seite 383] den Vögeln auflauernd, ihnen nachstellend, dor. ὀρνιχολόχος, Pind. I. 1, 48.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
oiseleur.
Étymologie: ὄρνις, λόχος.

Russian (Dvoretsky)

ὀρνῑθολόχος: дор. ὀρνῑχολόχος ὁ птицелов Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνῑθολόχος: -ον, Δωρ. ὀρνῑχ-, ὁ, (λοχάω) ὁ συλλαμβάνων πτηνά, ὀρνιθοθήρας, Πινδ. Ι. 1. 67, Πλούτ. 2. 473Α.

Greek Monolingual

ὀρνιθολόχος, δωρ. τ. ὀρνιχολόχος, -ον (Α)
αυτός που κυνηγάει και πιάνει πουλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος / -ιχος + λόχος «ενέδρα» (πρβλ. βωμο-λόχος)].

Greek Monotonic

ὀρνῑθολόχος: Δωρ. ὀρνῑχ-, ὁ (λοχάω), = το προηγ., σε Πίνδ.

Middle Liddell

λοχάω = ὀρνῑθοθήρης, Pind.]