ὑπαφίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> ὑπαπέστην, <i>etc.</i><br />s'éloigner peu à peu.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], ἀφίσταμαι.
|btext=<i>ao.2</i> ὑπαπέστην, <i>etc.</i><br />s'éloigner peu à peu.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], ἀφίσταμαι.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπαφίσταμαι:''' (aor. 2 ὑπαπέστην) уходить, удаляться (ἐξ Ἀθηνῶν [[Thales]] ap. Diog. L.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπαφίσταμαι:''' Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., [[οπισθοχωρώ]] [[αργά]], αποσύρομαι, σε Αντιφ.
|lsmtext='''ὑπαφίσταμαι:''' Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., [[οπισθοχωρώ]] [[αργά]], αποσύρομαι, σε Αντιφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπαφίσταμαι:''' (aor. 2 ὑπαπέστην) уходить, удаляться (ἐξ Ἀθηνῶν [[Thales]] ap. Diog. L.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Pass., with aor2 and perf. act., to [[step]] [[back]] [[slowly]], to [[withdraw]], [[Antipho]].
|mdlsjtxt=<br />Pass., with aor2 and perf. act., to [[step]] [[back]] [[slowly]], to [[withdraw]], [[Antipho]].
}}
}}

Revision as of 21:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπαφίσταμαι Medium diacritics: ὑπαφίσταμαι Low diacritics: υπαφίσταμαι Capitals: ΥΠΑΦΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: hypaphístamai Transliteration B: hypaphistamai Transliteration C: ypafistamai Beta Code: u(pafi/stamai

English (LSJ)

step back, withdraw, Antipho4.4.1; μικρὸν ὑπαποστήσομαι Men.Sam.153; ἐξ Ἀθηνέων Thalesap.D.L.1.44; τῆς ὁδοῦ ἀλλήλοις Ael.NA2.25.

French (Bailly abrégé)

ao.2 ὑπαπέστην, etc.
s'éloigner peu à peu.
Étymologie: ὑπό, ἀφίσταμαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπαφίσταμαι: (aor. 2 ὑπαπέστην) уходить, удаляться (ἐξ Ἀθηνῶν Thales ap. Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαφίσταμαι: Παθ. μετ’ ἀόρ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ.· - ἀφίσταμαι κατὰ μικρόν, ἀποσύρομαι, Ἀντιφῶν 128. 9· ἐξ Ἀθηνέων Θαλῆς παρὰ Διογ. Λ. 1. 44· τῆς ὁδοῦ ἀλλήλοις Αἰλ. π. Ζ. 2. 25.

Greek Monolingual

Α
αποχωρώ, αποσύρομαι βαθμιαία («πεφεισμένως ἀλλήλοις ὑπαφίστανται τῆς ὁδοῦ», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἀφίσταμαι «απομακρύνομαι, αποχωρώ»].

Greek Monotonic

ὑπαφίσταμαι: Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., οπισθοχωρώ αργά, αποσύρομαι, σε Αντιφ.

Middle Liddell


Pass., with aor2 and perf. act., to step back slowly, to withdraw, Antipho.