Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὠλέκρανον: Difference between revisions

From LSJ

Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück

Menander, Monostichoi, 255
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />la pointe du coude.<br />'''Étymologie:''' [[ὠλένη]], [[κρανίον]].
|btext=ου (τό) :<br />la pointe du coude.<br />'''Étymologie:''' [[ὠλένη]], [[κρανίον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὠλέκρᾱνον:''' τό Arst. = [[ὀλέκρανον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠλέκρᾱνον:''' τό, το [[σημείο]] του αγκώνα, σε Αριστ.
|lsmtext='''ὠλέκρᾱνον:''' τό, το [[σημείο]] του αγκώνα, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠλέκρᾱνον:''' τό Arst. = [[ὀλέκρανον]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὠλέ-κρᾱνον, ου, τό,<br />the [[point]] of the [[elbow]], Arist.
|mdlsjtxt=ὠλέ-κρᾱνον, ου, τό,<br />the [[point]] of the [[elbow]], Arist.
}}
}}

Revision as of 22:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠλέκρᾱνον Medium diacritics: ὠλέκρανον Low diacritics: ωλέκρανον Capitals: ΩΛΕΚΡΑΝΟΝ
Transliteration A: ōlékranon Transliteration B: ōlekranon Transliteration C: olekranon Beta Code: w)le/kranon

English (LSJ)

τό, for ὠλενόκρανον, = ὠλένης κρανίον (Ἀριστοφάνης ὀλέκρανα λέγει τὰ τῶν ὠλενῶν κρανία Suid.s.v. ὀλέκρανον,) point of the elbow, Arist.HA493b27 (v.l. ὀλέκρανον), al.; Hp. used ἀγκών for ὠλέκρανον, acc. to Gal. UP2.2,14: but ὀλέκρ. is found in Hp.Epid.7.61. [[[ὀλέκρανον]] is required by the metre in Ar.Pax443; τὸ ὠλέκρανον διὰ τοῦ ω προφέρουσιν, ἡ δὲ συνήθεια διὰ τοῦ ο Hellad. ap. Phot.p.533 B.; Phot. has ὠλ-, but places it after ὀλέκει.]

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
la pointe du coude.
Étymologie: ὠλένη, κρανίον.

Russian (Dvoretsky)

ὠλέκρᾱνον: τό Arst. = ὀλέκρανον.

Greek (Liddell-Scott)

ὠλέκρᾱνον: τό, κυρίως ὠλενόκρανον = ὠλένης κρανίον, ἡ κεφαλὴ ἢ τὸ ἄκρον τοῦ πήχεως, ὁ ἀγκών, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 3, κ. ἀλλ.· παρ’ Ἱππ. εἶναι ἐν χρήσει ἡ λέξις ἀγκὼν ἀντὶ τοῦ ὠλέκρανον, κατὰ τὸν Γαληνόν· ἀλλ’ εὑρίσκομεν καὶ ὠλέκρανον ἐν Ἱππ. Ἐπιδημ. ζ΄ σ. 1226G· ― παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Εἰρ. 443 τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ ὀλέκρανον, τὸν τύπον δὲ τοῦτον ἀναγνωρίζει καὶ ὁ Σχολιαστ. ὡς τὸν γνήσιον Ἀττ., πρβλ. Φρύν. ἐν Α. Β. 56, Φώτ., κλπ.

Greek Monotonic

ὠλέκρᾱνον: τό, το σημείο του αγκώνα, σε Αριστ.

Middle Liddell

ὠλέ-κρᾱνον, ου, τό,
the point of the elbow, Arist.