ὠτοκάταξις: Difference between revisions
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ιος (ὁ) :<br />athlète dont les oreilles sont écrasées par les coups.<br />'''Étymologie:''' [[οὖς]], [[κατάγνυμι]]. | |btext=ιος (ὁ) :<br />athlète dont les oreilles sont écrasées par les coups.<br />'''Étymologie:''' [[οὖς]], [[κατάγνυμι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὠτοκάταξις:''' ιος ὁ Arph., Luc. = [[ὠτοθλαδίας]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-άξιδος, ὁ, Α<br />(για πυγμάχο) αυτός που έχει σπασμένα αφτιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οὖς</i>, [[ὠτός]] «[[αφτί]]» <span style="color: red;">+</span> [[κάταξις]] (<span style="color: red;"><</span> [[κατάγνυμι]] «[[συντρίβω]]») <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ις</i>, -<i>ιδος</i>]. | |mltxt=-άξιδος, ὁ, Α<br />(για πυγμάχο) αυτός που έχει σπασμένα αφτιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οὖς</i>, [[ὠτός]] «[[αφτί]]» <span style="color: red;">+</span> [[κάταξις]] (<span style="color: red;"><</span> [[κατάγνυμι]] «[[συντρίβω]]») <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ις</i>, -<i>ιδος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:24, 3 October 2022
English (LSJ)
ιδος, ὁ, a boxer with thick or 'cauliflower' ears, Ar.Fr.98, cf. Poll.2.83, EM826.28, Suid. (ὠτοκαταξίας is f.l. in Poll.4.144).
French (Bailly abrégé)
ιος (ὁ) :
athlète dont les oreilles sont écrasées par les coups.
Étymologie: οὖς, κατάγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ὠτοκάταξις: ιος ὁ Arph., Luc. = ὠτοθλαδίας.
Greek (Liddell-Scott)
ὠτοκάταξις: -ιδος, ὁ, ἐπὶ πύκτου, ὁ τὰ ὦτα τεθλασμένος, «ὠτοκάταξις κατὰ Αἰλ. ο Διονύσιον, ὠτοθλαδίας, τὰ ὦτα τεθλασμένος ἐν παλαίστρᾳ» (Εὐστάθ. 1324)· «ὠτοκάταξιν: τὸν συντετριμμένον τὸ οὖς» Α. Β. 116, 32, Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 72), πρβλ. Α. Β. 287, καὶ Ε. Μ. 826, Σουΐδ. ἐν λέξ., Πολυδ. Β΄, 83 (ὅθεν ὁ Δινδ. διορθοῖ τὸ ὠτοκαταξίας ἐν Πολυδ. Δ΄, 144, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 628)· ὅρα καὶ Πλάτ. Πρωτ. 312Α, Θεόκρ. 22. 45, Marti-l. 7. 32, Tertull Spect. 23, κατάγνυμι ΙΙ, Winckelm. 5. 5, 30 κἑξ.
Greek Monolingual
-άξιδος, ὁ, Α
(για πυγμάχο) αυτός που έχει σπασμένα αφτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς, ὠτός «αφτί» + κάταξις (< κατάγνυμι «συντρίβω») + κατάλ. -ις, -ιδος].