ῥοδοδάκτυλος: Difference between revisions

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux doigts de roses.<br />'''Étymologie:''' [[ῥόδον]], [[δάκτυλος]].
|btext=ος, ον :<br />aux doigts de roses.<br />'''Étymologie:''' [[ῥόδον]], [[δάκτυλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥοδοδάκτῠλος:''' [[с розовыми пальцами]], [[розоперстый]] ([[Ἠώς]] Hom., Hes.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥοδοδάκτῠλος:''' -ον, [[ροδοδάκτυλος]], λέγεται για την Ηώ, Αυγή, σε Όμηρ.
|lsmtext='''ῥοδοδάκτῠλος:''' -ον, [[ροδοδάκτυλος]], λέγεται για την Ηώ, Αυγή, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥοδοδάκτῠλος:''' [[с розовыми пальцами]], [[розоперстый]] ([[Ἠώς]] Hom., Hes.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ῥοδο-δάκτῠλος, ον,<br />[[rosy]]-fingered, of [[Aurora]], Hom.
|mdlsjtxt=ῥοδο-δάκτῠλος, ον,<br />[[rosy]]-fingered, of [[Aurora]], Hom.
}}
}}

Revision as of 22:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοδοδάκτῠλος Medium diacritics: ῥοδοδάκτυλος Low diacritics: ροδοδάκτυλος Capitals: ΡΟΔΟΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: rhododáktylos Transliteration B: rhododaktylos Transliteration C: rododaktylos Beta Code: r(ododa/ktulos

English (LSJ)

ον, Aeol. βροδοδάκτυλος (q.v.), rosy-fingered, as epithet of Ἠώς in Hom. and Hes., Od.2.1, Hes.Op.610, etc.; Ἰνάχου ῥοδοδάκτυλος κόρα B.18.18; Κύπρις Coluth.99.

German (Pape)

[Seite 846] rosenfingerig; oft bei Hom. u. Hes., stets als Beiwort der Eos, der Morgenröthe, vgl. Arist. rhet. 3, 2; auch sp. D., wie Anacr. 54, 1; Κύπρις, Coluth. 98; σαῦρα, Strat. 81 (XII, 242).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux doigts de roses.
Étymologie: ῥόδον, δάκτυλος.

Russian (Dvoretsky)

ῥοδοδάκτῠλος: с розовыми пальцами, розоперстый (Ἠώς Hom., Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥοδοδάκτῠλος: -ον, ἐπίθ. τῆς Ἠοῦς παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ., ἡ ἔχουσα ῥοδίνους δακτύλους, πρβλ. Nitzsch εἰς Ὀδ. Β. 1· Κύπρις Κόλουθ. 98.

English (Autenrieth)

rosy-fingered, epithet of Eos, goddess of the dawn.

Greek Monolingual

-η, -ο / ῥοδοδάκτυλος, -ον, ΝΜΑ και ροδοδάχτυλος, Ν, και αιολ. τ. βροδοδάκτυλος, Α
(συν. ως επίθ. της Ηούς, της αυγής) αυτή που έχει ρόδινα δάχτυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον / βρόδον + -δαχτυλος / δάκτυλος (< δάκτυλον), πρβλ. σιδηροδάκτυλος.

Greek Monotonic

ῥοδοδάκτῠλος: -ον, ροδοδάκτυλος, λέγεται για την Ηώ, Αυγή, σε Όμηρ.

Middle Liddell

ῥοδο-δάκτῠλος, ον,
rosy-fingered, of Aurora, Hom.