πεφροντισμένως: Difference between revisions
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />avec prudence.<br />'''Étymologie:''' πεφροντισμένος, part. pf. Pass. de [[φροντίζω]]. | |btext=<i>adv.</i><br />[[avec prudence]].<br />'''Étymologie:''' πεφροντισμένος, part. pf. Pass. de [[φροντίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 11:00, 9 January 2023
English (LSJ)
Adv., (φροντίζω) carefully, Str.15.1.2, D.S.12.40, Ph.2.214, J.AJ15.2.7, Antyll. ap. Orib.44.8.7, Themist.Ep.8, etc.; π. ἔχειν Ael.NA3.33.
German (Pape)
[Seite 607] (φροντίζω), kluger Weise; D. Sic. 12, 40; Strab.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec prudence.
Étymologie: πεφροντισμένος, part. pf. Pass. de φροντίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεφροντισμένως, adv. van ptc. perf. med.-pass. van φροντίζω, zorgvuldig.
Russian (Dvoretsky)
πεφροντισμένως: рассудительно, разумно Diod.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. με φροντίδα, με σύνεση
2. φρ. «πεφροντισμένως ἔχω» — δείχνω μεγάλη φροντίδα για κάτι, εξετάζω κάτι με μεγάλη προσοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. πεφροντισμένος του φροντίζω.
Greek Monotonic
πεφροντισμένως: επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του φροντίζω, επιμελώς, με προσοχή, σε Στράβ.
Greek (Liddell-Scott)
πεφροντισμένως: Ἐπίρρ. τοῦ φροντίζω, ἐπιμελῶς, μετὰ προσοχῆς, Στράβ. 685, Διόδ. 12. 40, κτλ.· π. ἔχειν Αἰλ. π. Ζ. 3. 33.