τρικόρυθος: Difference between revisions

From LSJ

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (pape replacement)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρῐ-κόρῠθος, ον; ανδ τρί-κορυς, ῠθος, ὁ,<br />with [[triple]] [[plume]], Eur.
|mdlsjtxt=τρῐ-κόρῠθος, ον; ανδ τρί-κορυς, ῠθος, ὁ,<br />with [[triple]] [[plume]], Eur.
}}
{{pape
|ptext== [[τρίκορυς]], Eur. <i>Or</i>. 1480 [[Αἴας]].
}}
}}

Revision as of 16:57, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρικόρῠθος Medium diacritics: τρικόρυθος Low diacritics: τρικόρυθος Capitals: ΤΡΙΚΟΡΥΘΟΣ
Transliteration A: trikórythos Transliteration B: trikorythos Transliteration C: trikorythos Beta Code: triko/ruqos

English (LSJ)

ον, = τρίκορυς (with triple plume), Αἴας E. Or. 1480 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. τρίκορυς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρικόρυθος -ον [τρι -, κόρυς] met een helm met drie lagen.

Russian (Dvoretsky)

τρῐκόρῠθος: Eur. = τρίκορυς.

Greek Monolingual

-ον, Α
τρίκορυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κόρυθος (< κόρυς, -υθος «κεφάλι, περικεφαλαία»), πρβλ. εὐκόρυθος.

Greek Monotonic

τρῐκόρῠθος: -ον και τρί-κορυς, -ῠθος, ὁ, αυτός που έχει περικεφαλαία με τριπλό λοφίο, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐκόρῠθος: -ον, = τρίκορυς, τρικόρυθος Αἴας Εὐρ. Ὀρέστ. 1480.

Middle Liddell

τρῐ-κόρῠθος, ον; ανδ τρί-κορυς, ῠθος, ὁ,
with triple plume, Eur.

German (Pape)

τρίκορυς, Eur. Or. 1480 Αἴας.