κτενίζω: Difference between revisions
ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(Moy.<\/b><\/i> )([\p{Greek}]+)μαι " to "$1$2μαι ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />peigner;<br /><i><b>Moy.</b></i> | |btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />peigner;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[κτενίζο]]μαι peigner sur soi : [[τὰς]] κόμας HDT se peigner les cheveux.<br />'''Étymologie:''' [[κτείς]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 19:50, 28 November 2022
English (LSJ)
comb, τινα anaxil.39, cf. PSI4.404.4 (Pass., iii B.C.); curry horses, ψήκτραισιν ἵππων τρίχας E.Hipp.1174: metaph., ὁ δὲ Πλάτων τοὺς ἑαυτοῦ διαλόγους κτενίζων καὶ βοστρυχίζων D.H.Comp. 25:—Med., κτενίζεσθαι τὰς κόμας = comb one's hair, Hdt.7.208: so abs., Ar.Fr.603, Antiph.148.4:—Pass., ἐκτενισμένος = with one's hair combed, Archil.165, cf. Semon.7.65; εἰ κτενισθείη Hippiatr.94.
German (Pape)
[Seite 1518] kämmen; ψήκτραισιν ἵππων ἐκτενίζομεν κόμας Eur. Hipp. 1174; Anaxil. Poll. 2, 34. – Med. sich kämmen; τὰς κόμας Her. 7, 208; πλοκάμους Asius bei Ath. XII, 525 f; Sp. Auch übertr., καὶ βοστρυχίζω διαλόγους D. Hal. C. V. p. 208.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
peigner;
Moy. κτενίζομαι peigner sur soi : τὰς κόμας HDT se peigner les cheveux.
Étymologie: κτείς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κτενίζω [κτείς] kammen:; ἵππων ἐκτενίζομεν τρίχας wij kamden de manen van de paarden Eur. Hipp. 1174; med. zich kammen:. τὰς κόμας zijn haren kammen Hdt. 7.208.3.
Russian (Dvoretsky)
κτενίζω: чесать, расчесывать (ψήκτραισιν ἵππων κόμας Eur.); pass. (тж. κ. κόμας Her.) причесываться Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κτενίζω: καὶ νῦν «χτενίζω», τινὰ Ἀναξίλ. ἐν Ἀδήλ. 7· «ξυστρίζω» ἵππους, ψήκτραισιν Εὐρ. Ἱππ. 1174· μεταφορ., ὁ δὲ Πλάτων τοὺς ἑαυτοῦ διαλόγους κτενίζων καὶ βοστρυχίζων Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 25· ― ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κτενίζεσθαι τὰς κόμας Ἡρόδ. 7. 208, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 501, Ἀντιφάν. ἐν «Μαλθάκῃ» 1. 4, ― Παθ., ἐκτενισμένος, κοινῶς: «χτενισμένος», Ἀρχίλ. 156, Σιμων. Ἰαμβ. 6. 65· ἐκτενίσθην Ἱππιατρ.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κτενίζω: μέλ. -σω (κτείς), χτενίζω, κουράρω άλογα, σε Ευρ. — Μέσ., κτενίζεσθαι κόμας, χτενίζω τα μαλλιά μου, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
κτενίζω, fut. -σω κτείς
to comb, curry horses, Eur.:— Mid., κτενίζεσθαι τὰς κόμας to comb one's hair, Hdt.