πολύκλειτος: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
(CSV import)
Line 39: Line 39:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-κλειτος, η, ον<br />far-famed, Pind.
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-κλειτος, η, ον<br />far-famed, Pind.
}}
{{elmes
|esmgtx=-ον [[que tiene gran fama]] de Selene ἐνεύχομαί σοι, δαιδάλη καἰπή, ..., παιωνία, προμηθική, πολυκλείτη <b class="b3">a ti te suplico, astuta y arrogante, sanadora, previsora, que tienes gran fama</b> P IV 2268
}}
}}

Revision as of 15:18, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́κλειτος Medium diacritics: πολύκλειτος Low diacritics: πολύκλειτος Capitals: ΠΟΛΥΚΛΕΙΤΟΣ
Transliteration A: polýkleitos Transliteration B: polykleitos Transliteration C: polykleitos Beta Code: polu/kleitos

English (LSJ)

η, ον, (κλείω B) far-famed, Pi.O.6.71, Fr. 194.

German (Pape)

[Seite 664] viel od. sehr berühmt, γένος, Pind. Ol. 6, 71.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très illustre.
Étymologie: πολύς, κλειτός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύκλειτος -η -ον [πολύς, κλειτός] zeer beroemd.

Russian (Dvoretsky)

πολύκλειτος: весьма славный, прославленный (γένος Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύκλειτος: -η, -ον, περίφημος, διάσημος, Πινδ. Ο. 6. 120, Ἀποσπ. 206.

English (Slater)

πολύκλειτος of great renown ἐξ οὗ πολύκλειτον καθ' Ἕλλανας γένος Ἰαμιδᾶν (O. 6.71) καὶ πολυκλείταν περ ἐοῖσαν ὅμως Θήβαν ἔτι μᾶλλον ἐπασκήσει fr. 194. 4.

Spanish

que tiene gran fama

Greek Monolingual

-η, -ο, Α
διάσημος, ονομαστός («ἐξ οὗ πολύκλειτον καθ' Ἕλλανας γένος Ἰαμιδᾱν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κλειτός (Ι) «φημισμένος» (πρβλ. πάγ-κλειτος)].

Greek Monotonic

πολύκλειτος: -η, -ον, περίφημος, περιβόητος, διακεκριμένος, σε Πίνδ.

Middle Liddell

πολύ-κλειτος, η, ον
far-famed, Pind.

Léxico de magia

-ον que tiene gran fama de Selene ἐνεύχομαί σοι, δαιδάλη καἰπή, ..., παιωνία, προμηθική, πολυκλείτη a ti te suplico, astuta y arrogante, sanadora, previsora, que tienes gran fama P IV 2268