συνδιακινδυνεύω: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=s'exposer au danger avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διακινδυνεύω]]. | |btext=[[s'exposer au danger avec]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διακινδυνεύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 12:15, 8 January 2023
English (LSJ)
share in danger, Hdt.7.220; μετά τινος, τινων, Pl.La.189b, IG22.505.32.
German (Pape)
[Seite 1007] sich mit od. zugleich in Gefahr begeben, einen Kampf wagen; Her. 7, 220; μετ' ἐμοῦ, Plat. Lach. 189 b.
French (Bailly abrégé)
s'exposer au danger avec.
Étymologie: σύν, διακινδυνεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-διακινδυνεύω samen (met...) of mede een gevaar doorstaan, samen (met...) gevaar lopen; met μετά + gen. met iem.
Russian (Dvoretsky)
συνδιακινδῡνεύω: вместе подвергаться опасности, идти на риск: σ. τινί Her. и μετά τινος Plat. делить опасность с кем-л.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιακινδῡνεύω: συμμετέχω τοῦ κινδύνου. διακινδυνεύω ὁμοῦ, Ἡρόδ. 7. 220· μετά τινος Πλάτ. Λά?. 189Β.
Greek Monolingual
Α
διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω και εγώ μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
Greek Monotonic
συνδιακινδῡνεύω: μέλ. -σω, μετέχω από κοινού στον κίνδυνο, διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω μαζί με, σε Ηρόδ., Πλούτ.