βαρύδικος: Difference between revisions
From LSJ
ὄλβιος ὅστις ἱστορίης ἔσχεν μάθησιν → happy the man who has gained knowledge through inquiry (Εuripides, fr. 910)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=[[βαρύδικος]] -ον [[βαρύς]], [[δίκη]] zwaar straffend. | |elnltext=[[βαρύδικος]] -ον [[βαρύς]], [[δίκη]] [[zwaar straffend]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:46, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, taking heavy vengeance, ποινά A.Ch.936.
Spanish (DGE)
(βᾰρύδῐκος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
que se toma dura venganza ποινά A.Ch.936.
German (Pape)
[Seite 433] ποινά, schwere Rache übend, Aesch. Ch. 936.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui punit durement.
Étymologie: βαρύς, δίκη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαρύδικος -ον βαρύς, δίκη zwaar straffend.
Russian (Dvoretsky)
βαρύδῐκος: сурово мстящий (ποινά Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύδῐκος: -ον, βαρεῖαν, μεγάλην ἐκδίκησιν λαμβάνων, Αἰσχύλ. Χο. 936.
Greek Monolingual
βαρύδικος, -ον (Α)
εκείνος που παίρνει βαριά, σκληρή εκδίκηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -δικος < δίκη «ποινή, τιμωρία»].
Greek Monotonic
βᾰρύδῐκος: -ον (δίκη), αυτός που λαμβάνει βαριά, σκληρή εκδίκηση, σε Αισχύλ.