ἀλαζονεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
m (Text replacement - "fut.<br><span class="bld">A</span> " to "<br><span class="bld">A</span>fut. ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=alazoneyomai
|Transliteration C=alazoneyomai
|Beta Code=a)lazoneu/omai
|Beta Code=a)lazoneu/omai
|Definition=fut.<br><span class="bld">A</span> ἀλαζονεύσομαι D.36.41: ([[ἀλαζών]]): —[[make false pretensions]], [[brag]], Ar.Ra.280, Lys.Fr.73; of the Sophists, X.Mem.1.7.5, etc.; περί τινος Eup.146b, Isoc.12.74; ἐπί τινι Aristipp. ap. D.L. 2.73.<br><span class="bld">2</span> [[feign]], Pl.Hp.Mi.371a; τὰ ἤθη δεῖ ἀλαζονευομένους Arist.Oec.1344a19.
|Definition=<br><span class="bld">A</span>fut. ἀλαζονεύσομαι D.36.41: ([[ἀλαζών]]): —[[make false pretensions]], [[brag]], Ar.Ra.280, Lys.Fr.73; of the Sophists, X.Mem.1.7.5, etc.; περί τινος Eup.146b, Isoc.12.74; ἐπί τινι Aristipp. ap. D.L. 2.73.<br><span class="bld">2</span> [[feign]], Pl.Hp.Mi.371a; τὰ ἤθη δεῖ ἀλαζονευομένους Arist.Oec.1344a19.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 19:19, 22 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλαζονεύομαι Medium diacritics: ἀλαζονεύομαι Low diacritics: αλαζονεύομαι Capitals: ΑΛΑΖΟΝΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: alazoneúomai Transliteration B: alazoneuomai Transliteration C: alazoneyomai Beta Code: a)lazoneu/omai

English (LSJ)


Afut. ἀλαζονεύσομαι D.36.41: (ἀλαζών): —make false pretensions, brag, Ar.Ra.280, Lys.Fr.73; of the Sophists, X.Mem.1.7.5, etc.; περί τινος Eup.146b, Isoc.12.74; ἐπί τινι Aristipp. ap. D.L. 2.73.
2 feign, Pl.Hp.Mi.371a; τὰ ἤθη δεῖ ἀλαζονευομένους Arist.Oec.1344a19.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): act. ἀλαζονεύω Aesop.218.1
• Prosodia: [ᾰ-]
1 jactarse, alardear, fanfarronear abs., Ar.Ra.280, Au.825, Lys.Fr.47, D.36.41, op. μετρίως διαλέγεσθαι Isoc.12.74, 13.1, de los sofistas, X.Mem.1.7.5, Arist.EN 1127b17, cf. LXX Pr.25.6, Fauorin.De Ex.10.22, Ph.1.551, Aesop.33, D.Chr.43.2, D.C.44.38.4
c. constr. prep. περὶ τῶν μετεώρων Eup.157, Isoc.13.10, ὑπὲρ οὗ λέγουσι ταῦτα καὶ ἀλαζονεύονται X.Cyr.2.2.11, ἐπὶ δελφῖνος ἔργοις ἀ. Aristipp.117, raro en v. act. ἐπὶ τούτῳ ἀλαζονεύουσα Aesop.218.1, οἱ ἐν λόγοις ἀλαζονευσάμενοι Critol.34
c. part. pred. ὁ κύων δὲ τὸν κώδωνα δι' ἀγορῆς σείων ἠλαζονεύετο Babr.104.5, ἀ. ὡς δὴ καὶ αὐτὸς σεμνός τις ὤν Cleom.2.1.476
c. ac. de cosa presumir de ταῦτα Aeschin.3.218, χρήματα Hdn.2.7.2, cf. 1Ep.Clem.2.1
c. ac. de cosa y pred. τὴν μείωσιν τῆς σαρκὸς μαρτύριον ἐκλογῆς ἀλαζονεύεσθαι Ep.Diog.4.4
c. ac. de pers. y pred. πατέρα θεόν jactarse de tener a Dios por padre LXX Sap.2.16.
2 fingir Pl.Hp.Mi.371a
c. ac. τὰ ἤθη Arist.Oec.1344a19.

German (Pape)

[Seite 88] med., lügnerisch prahlen, von sich Unwahres rühmen; von den Sophisten, Isocr. 13, 1; περί τινος 10; Xen. Cyr. 2, 2, 11 Mem. 1, 7, 5; Arist. öfter, z. B. Eth. Nic. 4, 7; Sp.; ἐπί τινι D. L. 2, 73.

French (Bailly abrégé)

faire le fanfaron, se vanter.
Étymologie: ἀλαζών.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλαζονεύομαι ἀλαζών
1. liegen, bedriegen.
2. grootspreken, opscheppen, pretenties hebben.

Russian (Dvoretsky)

ἀλᾱζονεύομαι: (ᾰλ) хвастаться, кичиться Lys., Xen., Plat., Plut. (ἀ. περί τινος Isocr., Xen., Arst. и ἐπί τινι Diog. L.): ἀ. τι Arst. хвастливо выставлять что-л. напоказ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλαζονεύομαι: μέλλ. ἀλαζονεύσομαι, ἀποθ.: (ἀλαζών) = κομπάζω, κομπορρημονῶ, Λυσ. Ἀποσπ. 42., Πλάτ. Ἱππ. Ἑλ. 371Α, ἐπὶ τῶν σοφιστῶν, Ξεν. Ἀπομ. 1. 7, 5, κτλ., περί τινος, Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 10, Ἰσοκρ. 293Β. 2) μετ’ αἰτ., ὑποκρίνομαι, προσποιοῦμαι, Ἀριστ. Οἰκ. 1. 4, 3.

Greek Monolingual

ἀλαζονεύομαι)
είμαι αλαζόνας, προσπαθώ να εμφανίζομαι ως σπουδαίος, υπερηφανεύομαι, κομπορρημονώ
αρχ.
υποκρίνομαι, προσποιούμαι, παριστάνω κάτι ψευδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλαζών -όνος.
ΠΑΡ. αλαζονεία, αλαζόνευμα].

Greek Monotonic

ἀλαζονεύομαι: μέλ. ἀλαζονεύσομαι· αποθ.· (ἀλαζώνκομπάζω, κομπορρημονώ, λέγεται για τους Σοφιστές, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἀλαζών
to make false pretensions, of the Sophists, Xen.