πολυνίκης: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει νικήσει πολλές φορές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νίκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νίκη]]), <b>πρβλ.</b> [[ιερονίκης]], [[ολυμπιονίκης]]]. | |mltxt=ο, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει νικήσει πολλές φορές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νίκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νίκη]]), <b>πρβλ.</b> [[ιερονίκης]], [[ολυμπιονίκης]]]. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=αὐτός πού συχνά νικάει). Ἀπό τό [[πολύς]] + [[νίκη]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στίς λέξεις [[νικηφόρος]] καί [[πολύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 14 October 2022
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, a frequent conqueror, multi-winner, Luc.Lex.11.
German (Pape)
[Seite 667] ὁ, viel od. oft Sieger, Luc. Lex. 11.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
souvent vainqueur.
Étymologie: πολύς, νικάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυνίκης -ες [πολύς, νικάω] vaak winnend.
Russian (Dvoretsky)
πολυνίκης: ου (ῑ) ὁ многократный победитель Luc.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠνίκης: -ου, ὁ, ὁ συχνάκις νικῶν, Λουκ. Λεξιφ. 11.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
αυτός που έχει νικήσει πολλές φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -νίκης (< νίκη), πρβλ. ιερονίκης, ολυμπιονίκης].
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού συχνά νικάει). Ἀπό τό πολύς + νίκη. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στίς λέξεις νικηφόρος καί πολύς.