Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αὔλημα: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />air de flûte.<br />'''Étymologie:''' [[αὐλέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />[[air de flûte]].<br />'''Étymologie:''' [[αὐλέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:05, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὔλημα Medium diacritics: αὔλημα Low diacritics: αύλημα Capitals: ΑΥΛΗΜΑ
Transliteration A: aúlēma Transliteration B: aulēma Transliteration C: aylima Beta Code: au)/lhma

English (LSJ)

ατος, τό, piece of music for the flute, Ar.Ra.1302, Pl.Smp. 216c, al.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
música compuesta para flauta o tocada por una flauta οὐτος δ' ἀπὸ πάντων μὲν φέρει, ... Καρινῶν αὐλημάτων Ar.Ra.1302, ὑπό ... τῶν αὐλημάτων ... τοιαῦτα πεπόνθασιν Pl.Smp.216c, ὠρχοῦντο ... τὰ αὐλήματα Charo Lamps.1, «κρούματα» <τὰ> αὐλήματα καλοῦσιν Plu.2.638c, αὐλῆσαι ... οὐ μαλακὸν αὔλημα D.Chr.1.1, cf. 1.6, 2.56, ἐὰν δὲ ἐπανατείνῃ τὸ αὔλημα, λείβεται δάκρυα ὑφ' ἡδονῆς αὐταῖς Ael.NA 12.44, αὐ. γαμήλιον Poll.4.80, οἱ δάκτυλοι κυβερνῶσι τὰ αὐλήματα los dedos gobiernan las melodías de la flauta Ach.Tat.8.6.6, cf. X.Smp.6.5
fig. ᾄδειν δοκεῖ τὰ τῶν ἀνέμων αὐλήματα Ach.Tat.5.16.5.

German (Pape)

[Seite 393] τό, das auf der Flöte Geblasene, Plat. Conv. 216 c u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
air de flûte.
Étymologie: αὐλέω.

Russian (Dvoretsky)

αὔλημα: ατος τό исполняемое на (или в сопровождении) свирели произведение Arph., Plat.

Greek (Liddell-Scott)

αὔλημα: τό, τὸ αὐλούμενον, ὁ αὐλούμενος ῥυθμός, Ἀριστοφ. Βάτρ.1302· καὶ ὑπὸ μὲν δή τῶν αὐλημάτων καί ἐγώ καί ἄλλοι πολλοί τοιαῦτα πεπόνθασιν ὑπό τοῦδε τοῦ σατύρου Πλάτ. Συμπ. 216 C, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

αὔλημα, το (Α) αυλός
μουσική παιγμένη με αυλό.

Greek Monotonic

αὔλημα: -ατος, τό (αὐλέω), κομμάτι μουσικής που παίζεται με τον αυλό, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Middle Liddell

αὐλέω
a piece of music for the flute, Ar., Plat.