διάρριμμα: Difference between revisions

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 24: Line 24:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[διάρριμμα]], ατος, τό, <i>n</i> [from [[διαρρίπτω]]<br />a casting [[about]], Xen.
|mdlsjtxt=[[διάρριμμα]], ατος, τό, <i>n</i> [from [[διαρρίπτω]]<br />a casting [[about]], Xen.
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>das Hin- und [[Herwerfen]], [[Kreuz]]- und [[Quersprung]]</i>, Xen. <i>Cyn</i>. 4.4.
}}
}}

Revision as of 16:51, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάρριμμα Medium diacritics: διάρριμμα Low diacritics: διάρριμμα Capitals: ΔΙΑΡΡΙΜΜΑ
Transliteration A: diárrimma Transliteration B: diarrimma Transliteration C: diarrimma Beta Code: dia/rrimma

English (LSJ)

ατος, τό, casting about, questing, of a hound, X.Cyn.4.4 (pl.).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
allées et venues d'un chien qui se jette de côté et d'autre en bondissant çà et là.
Étymologie: διαρρίπτω.

Russian (Dvoretsky)

διάρριμμα: ατος τὸ (о собаке, отыскивающей след) резкое движение, бросок (τὰ εἰς τὸ πρόσθεν καὶ ὄπισθεν καὶ εἰς τὸ πλάγιον διαρρίμματα Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

διάρριμμα: τό, ἄτακτον πήδημα ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἀναζήτησις, ἐπὶ κυνηγετικοῦ κυνός, Ξεν. Κυν. 4. 4.

Greek Monotonic

διάρριμμα: -ατος, τό, άτακτο πήδημα εδώ και εκεί, αναζήτηση, σε Ξεν.

Middle Liddell

διάρριμμα, ατος, τό, n [from διαρρίπτω
a casting about, Xen.

German (Pape)

τό, das Hin- und Herwerfen, Kreuz- und Quersprung, Xen. Cyn. 4.4.