δρακόντειος: Difference between revisions

From LSJ

ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δρᾰκόντειος, ον <i>adj</i> [[δράκων]]<br />of a [[dragon]], Eur., Anth.
|mdlsjtxt=δρᾰκόντειος, ον <i>adj</i> [[δράκων]]<br />of a [[dragon]], Eur., Anth.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Morfología:</b> [tard. frec. -ος, -α, -ον<br /><b class="num">1</b> [[del dragón]], [[dragontino]] κρημνῶν ἐκ δρακοντείων = <i>de los montes del dragón</i> en Tebas, E.<i>Ph</i>.1315, [[ἅρμα]] δρακοντείοισιν ὑποζεύξασα χαλινοῖς Deméter, Orph.<i>H</i>.40.14, [[πούς]] ref. a Hécate, Luc.<i>Philops</i>.24, ὀστέα Hld.10.26.2, δειραί <i>AP</i> 16.90, κεφαλὴν ... δρακοντείαν ... [[μέγεθος]] οὖσαν ταύρου ... κατὰ κεφαλήν Dam.<i>Isid</i>.140, cf. Ath.Al.M.27.336D<br /><b class="num">•</b> [[de serpiente]], [[serpentino]] καμφθεῖσα δρακοντείοις [[ἴσα]] νώτοις <i>AP</i> 12.257 (Mel.), [[αἷμα]] <i>PMag</i>.4.2004, ἐθείρη Nonn.<i>D</i>.2.612, cf. Eun.<i>Hist</i>.42.53.<br /><b class="num">2</b> subst. ἡ δρακοντεία, v. [[δρακοντία]].
}}
}}

Revision as of 14:50, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρᾰκόντειος Medium diacritics: δρακόντειος Low diacritics: δρακόντειος Capitals: ΔΡΑΚΟΝΤΕΙΟΣ
Transliteration A: drakónteios Transliteration B: drakonteios Transliteration C: drakonteios Beta Code: drako/nteios

English (LSJ)

ον, of a dragon, κρημνοί E.Ph.1315; νῶτα AP12.257 (Mel.); δειραί APl.4.90; πούς Luc.Philops.4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 de dragon;
2 habité par des dragons.
Étymologie: δράκων.

Russian (Dvoretsky)

δρᾰκόντειος:
1) драконий, змеиный (νῶτα Anth.);
2) змеевидный (Ἐκάτης πούς Luc.);
3) обитаемый драконами или змеями (κρημνοί Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

δρᾰκόντειος: -ον, ἀνήκων εἰς δράκοντα, Εὐρ. Φοιν. 1325, Ἀνθ. Π. 12. 257, Πλαν. 4, 90.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM δρακόντειος, -ον
Μ και δρακόντεος, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δράκο
2. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει στον νομοθέτη Δράκοντα
νεοελλ.
1. πολύ αυστηρός, αμείλικτος («δρακόντεια μέτρα», «δρακόντειοι νόμοι»)
2. αστρον. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αστερισμό του δράκοντα
3. φρ. α) αστρον. «δρακόντειος μήνας» ή «δρακόντεια περίοδος» — το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δύο διελεύσεων της σελήνης από τον ίδιο σύνδεσμο
β) «δρακόντειο αίμα» — ρητινώδης, ερυθρωπός χυμός δέντρων της Ινδικής.

Greek Monotonic

δρᾰκόντειος: -ον (δράκων), αυτός που ανήκει σε δράκο, σε Ευρ., Ανθ.

Middle Liddell

δρᾰκόντειος, ον adj δράκων
of a dragon, Eur., Anth.

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [tard. frec. -ος, -α, -ον
1 del dragón, dragontino κρημνῶν ἐκ δρακοντείων = de los montes del dragón en Tebas, E.Ph.1315, ἅρμα δρακοντείοισιν ὑποζεύξασα χαλινοῖς Deméter, Orph.H.40.14, πούς ref. a Hécate, Luc.Philops.24, ὀστέα Hld.10.26.2, δειραί AP 16.90, κεφαλὴν ... δρακοντείαν ... μέγεθος οὖσαν ταύρου ... κατὰ κεφαλήν Dam.Isid.140, cf. Ath.Al.M.27.336D
de serpiente, serpentino καμφθεῖσα δρακοντείοις ἴσα νώτοις AP 12.257 (Mel.), αἷμα PMag.4.2004, ἐθείρη Nonn.D.2.612, cf. Eun.Hist.42.53.
2 subst. ἡ δρακοντεία, v. δρακοντία.