δύνασις: Difference between revisions
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>δῠνᾰσις</b> <br /> <b>a</b> [[physical]] [[strength]] δύνασιν [[Αἰήτας]] ἀγασθείς (sc. [[τοῦ]] Ἰάσονος) (P. 4.238) “θυμὸν γυναικὸς καὶ μεγάλαν δύνασιν θαύμασον” (P. 9.30) <br /> <b>b</b> [[power]] [[θεός]] τέ οἱ (= Ἀρκεσίλᾳ) τὸ [[νῦν]] τε [[πρόφρων]] τελεῖ δύνασιν (P. 5.117) | |sltr=<b>δῠνᾰσις</b> <br /> <b>a</b> [[physical]] [[strength]] δύνασιν [[Αἰήτας]] ἀγασθείς (''[[sc.]]'' [[τοῦ]] Ἰάσονος) (P. 4.238) “θυμὸν γυναικὸς καὶ μεγάλαν δύνασιν θαύμασον” (P. 9.30) <br /> <b>b</b> [[power]] [[θεός]] τέ οἱ (= Ἀρκεσίλᾳ) τὸ [[νῦν]] τε [[πρόφρων]] τελεῖ δύνασιν (P. 5.117) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:20, 30 November 2022
English (LSJ)
[ῠ], εως, ἡ, poet. for δύναμις, Pi.P.4.238, B.9.49, S.Ant. 604 (lyr.), 952 (lyr.), E.Ion1012; ἐν (i.e. ἐς)
A δύνασιν = pro virili parte, IG22.1126.5 (Amphict. Delph.).
Spanish (DGE)
(δύνᾰσις) -εως, ἡ
• Prosodia: [-ῠ-]
1 fuerza física, vigor δύνασιν Αἰήτας ἀγασθείς admirado Eetes del vigor de Jasón, Pi.P.4.238, cf. 5.117, 9.30, καταγράφο ... τὰν ψυχὰν αὐτō καὶ τὰν δύνασιν en una defixión IGDS 38.2 (Selinunte V a.C.).
2 poder οἶδα καὶ πλούτου μεγάλαν δύνασιν B.10.49, ἁ μοιριδία τις δ. δεινά S.Ant.951, cf. E.HF 776, τὸ μὲν ἄσεπτον ἔχει δύνασιν E.IA 1093, cf. Ibyc.166.10S., συνέσει δυνάσει τε κράτιστος CEG 888.4 (Janto IV a.C.).
3 virtualidad, efecto δύνασιν ἐκφέρει τίνα; ¿qué efecto tiene? de una gota de sangre de la Gorgona, E.Io 1012 (cód.).
4 posibilidad ἐν δύνασιν en la medida de lo posible τὰ καταδικασθέντα ἐκπραξέω ἐν δύνασιν CID 1.10.5 (IV a.C.).
German (Pape)
[Seite 673] ἡ, p. = δύναμις; Pind. P. 4, 238. 5, 117; Soph. Ant. 600 u. 941, im chor.; Eur. Ion 1012 Andr. 483.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
c. δύναμις.
Russian (Dvoretsky)
δύνᾰσις: εως (ῠ) ἡ Pind., Soph., Eur. = δύναμις.
Greek (Liddell-Scott)
δύνᾰσις: [ῠ], εως, ἡ. ποιητ. ἀντὶ τοῦ δύναμις, Πίνδ. Π. 4. 424, Σοφ. Ἀντ. 604, 951, Εὐρ. Ἴωνι 1012· ἐν (ὃ ἐ. ἐς) δύνασιν, pro virili, Ἐπιγρ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1588. 5.
English (Slater)
δῠνᾰσις
a physical strength δύνασιν Αἰήτας ἀγασθείς (sc. τοῦ Ἰάσονος) (P. 4.238) “θυμὸν γυναικὸς καὶ μεγάλαν δύνασιν θαύμασον” (P. 9.30)
b power θεός τέ οἱ (= Ἀρκεσίλᾳ) τὸ νῦν τε πρόφρων τελεῖ δύνασιν (P. 5.117)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
δύνᾰσις: [ῠ], -εως, ἡ, ποιητ. αντί δύναμις, σε Σοφ., Ευρ.
Middle Liddell
δῠ́νᾰσις, εως n poet. for δύναμις, Soph., Eur.]