δυσμήνιτος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dysminitos | |Transliteration C=dysminitos | ||
|Beta Code=dusmh/nitos | |Beta Code=dusmh/nitos | ||
|Definition= | |Definition=δυσμήνιτον, = [[δύσμηνις]] ([[wrathful]]), δένδρεα ''AP'' 7.141 (Antiphil.) ; ψυχαί Ptol. ''Tetr.'' 159 (-ίτας). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 09:19, 25 August 2023
English (LSJ)
δυσμήνιτον, = δύσμηνις (wrathful), δένδρεα AP 7.141 (Antiphil.) ; ψυχαί Ptol. Tetr. 159 (-ίτας).
Spanish (DGE)
(δυσμήνῑτος) -ον
irritado, furioso fig. δένδρεα AP 7.141 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 684] δένδρεα Antiphil. 37 (VII, 141), sehr verhaßt.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. δύσμηνις.
Russian (Dvoretsky)
δυσμήνῑτος: пораженный (чьим-л.) гневом (δένδρα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσμήνῑτος: -ον, ἐφ’ ὃν ἐπιπίπτει μεγάλη ὀργή, δυσμίσητος, Ἀνθ. Π. 7. 141.
Greek Monolingual
δυσμήνιτος, -ον (Α)
εκείνος στον οποίο πέφτει μεγάλη οργή.
Greek Monotonic
δυσμήνῑτος: ον (μηνίω), αυτός πάνω στον οποίο πέφτει μεγάλη οργή, πολυμίσητος, αδυσώπητος, σε Ανθ.
Middle Liddell
δυσ-μήνῑτος, ον μηνίω
visited by heavy wrath, Anth.