εἴκασμα: Difference between revisions

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εἴκασμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[образ]] (ἐχθρὸν εἴ. βροτοῖς Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[подобие]] (τῆς τοῦ λόγου γενέσεως Plut.).
|elrutext='''εἴκασμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[образ]] (ἐχθρὸν εἴ. βροτοῖς Aesch.);<br /><b class="num">2</b> [[подобие]] (τῆς τοῦ λόγου γενέσεως Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:05, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἴκασμα Medium diacritics: εἴκασμα Low diacritics: είκασμα Capitals: ΕΙΚΑΣΜΑ
Transliteration A: eíkasma Transliteration B: eikasma Transliteration C: eikasma Beta Code: ei)/kasma

English (LSJ)

ατος, τό, A likeness, A.Th.523 (lyr.), Porph.Plot.1, Iamb.Comm.Math.8; θεὸς πολύμορφον εἴ. Secund. Sent.3. II probability, Max. Tyr.9.3 (pl.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 imagen, representación τοῦ χθονίου δέμας δαίμονος, ἐχθρὸν εἴ. βροτοῖς A.Th.523, Γύ[γην γὰρ ὡ] ς ἐσεῖδον, [ο] ὐκ εἴ. τι Trag.Adesp.664.18, ἔν τε γραπτοῖς ἔν τε πλαστοῖς εἰκάσμασι θεῶν Plu.2.381d, cf. D.Chr.12.58, γράφοντος ἐκ τοῦ τῇ μνήμῃ ἐναποκειμένου ἰνδάλματος τὸ εἴ. Porph.Plot.1, cf. Gr.Naz.Ep.51.3, Thdt.Is.14.396
en sent. intelectual εἰκάσματα ἐκείνων (τῶν ἰδεῶν) καὶ εἴδωλα νοητά Iambl.Comm.Math.8, cf. Secund.Sent.3.
2 probabilidad, verosimilitud ἀποδεικνὺς δὲ τεκμηρίοις καὶ πίστεσιν καὶ εἰκάσμασιν Max.Tyr.3.3.
3 ret., tipo de símil cuya imagen sirve para ridiculizar a una persona, Hdn.Fig.21, cf. εἰκασμός.

German (Pape)

[Seite 726] τό, Abbild, Aesch. Spt. 513 u. Sp.; εἰκάσματα θεῶν Poll. 1, 7. Bei Max. Tyr. = Vermuthung.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
représentation, image.
Étymologie: εἰκάζω.

Russian (Dvoretsky)

εἴκασμα: ατος τό
1 образ (ἐχθρὸν εἴ. βροτοῖς Aesch.);
2 подобие (τῆς τοῦ λόγου γενέσεως Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εἴκασμα: τό, ὁμοίωμα, εἰκών, Αἰσχύλ. Θήβ. 523. ΙΙ. εἰκασία, συμπερασμός, Μάξ. Τύρ. 9. 3.

Greek Monolingual

το (AM εἴκασμα) εικάζω
1. ομοίωμα, απεικόνισμα
2. ό,τι προκύπτει από την εικασία, η πιθανότητα.

Greek Monotonic

εἴκασμα: -ατος, τό (εἰκάζω),
I. ομοίωμα, εικόνα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

εἴκασμα, ατος, τό, εἰκάζω
a likeness, image, Aesch.