εὐβάστακτος: Difference between revisions
Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐβάστακτος:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''εὐβάστακτος:'''<br /><b class="num">1</b> [[удобопереносимый]], [[переносный]] ([[μηχανή]] Her.; πλείοσι Plut.);<br /><b class="num">2</b> перен. [[легко выносимый]] (τὰ κατὰ φύσιν ἀναγκαῖα Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:59, 25 November 2022
English (LSJ)
ον, A easy to carry or move, μηχανή Hdt.2.125, cf. Arist.Rh.1373a32, Pol.1257a34; ἐλαφροὶ καὶ εὐ. Corn.ND30; τοῖς ὠταρίοις by the ears (handles), Demoph.Sim.3. II well-supported, Hp.Fract.30 (dub. sens.).
German (Pape)
[Seite 1058] leicht zu tragen, Her. 2, 125 u. öfter bei Folgdn; leicht zu ertragen, Arist. polit. 1, 9 rhet. 1, 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 facile à porter;
2 facile à supporter.
Étymologie: εὖ, βαστάζω.
Russian (Dvoretsky)
εὐβάστακτος:
1 удобопереносимый, переносный (μηχανή Her.; πλείοσι Plut.);
2 перен. легко выносимый (τὰ κατὰ φύσιν ἀναγκαῖα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐβάστακτος: -ον, ὃν εὐκόλως φέρει τις ἢ κινεῖ, μηχανή Ἡρόδ. 2… 15. 2) ὃν εὐκόλως φέρει ἢ ὑποφέρει τις, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 34, Πολιτικ. 1. 9, 8. ΙΙ. καλῶς ὑποστηριζόμενος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 772.
Greek Monolingual
εὐβάστακτος, -ον (ΑΜ)
αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κανείς να βαστήξει για να μετακινήσει ή να μεταφέρει
αρχ.
(για νόσο) εκείνη την οποία εύκολα υποφέρει κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βαστακτός (< βαστάζω), πρβλ. α-βάστακτος].
Greek Monotonic
εὐβάστακτος: -ον, αυτός που εύκολα μεταφέρεται ή μετακινείται, ελαφρύς, σε Ηρόδ.