εὔπλοος: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οος, οον;<br />qui navigue heureusement.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πλέω]].
|btext=οος, οον;<br />[[qui navigue heureusement]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πλέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 11:10, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπλοος Medium diacritics: εὔπλοος Low diacritics: εύπλοος Capitals: ΕΥΠΛΟΟΣ
Transliteration A: eúploos Transliteration B: euploos Transliteration C: eyploos Beta Code: eu)/ploos

English (LSJ)

ον, contr. εὔπλους, ουν, (πλέω) A good for sailing, fair, seaworthy, εὔ. πλόος, = εὔπλοια, Erinn.1. II of a person, having a fair voyage, εὔπλοος ὅρμον ἵκοιτο Theoc.7.62 (-πλοον codd.), cf. BGU665 ii 7 (i A. D.).

German (Pape)

[Seite 1089] zsgzgn, -πλους, glücklich schiffend, πλόος Corinna Ath. VII, 283 c; εὔπλουν ὅρμον ἵκοιτο Theocr. 7, 62.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui navigue heureusement.
Étymologie: εὖ, πλέω.

Russian (Dvoretsky)

εὔπλοος: стяж. εὔπλους 2 благоприятный для мореходов (ὅρμος Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔπλοος: -ον, συνῃρ. -πλους, ουν, (πλέω) καλὸς διὰ πλοῦν, εὔπ. πλόος, = εὔπλοια, Ἤριννα 2· ὤρια πάντα γένοιτο, καὶ εὔπλοον ὅρμον ἵκοιτο, εἴθε νὰ γίνωσιν αὐτῷ πάντα εὐδιεινὰ καὶ νὰ φθάσῃ εἰς φιλικὸν λιμένα (εἰ μὴ ἀναγνωστέον εὔπλοος), Θεόκρ. 7. 62.

Greek Monotonic

εὔπλοος: -ον (πλέω), καλός για ιστιοπλοΐα, ευνοϊκός στο ταξίδι, εὔπλοον ὅρμον ἵκοιτο, μακάρι να φθάσει σε φιλικό λιμάνι, σε Θεόκρ.