κοσμοφθόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κοσμο-[[φθόρος]], ον [[φθείρω]]<br />[[destroying]] the [[world]], Anth.
|mdlsjtxt=κοσμο-[[φθόρος]], ον [[φθείρω]]<br />[[destroying]] the [[world]], Anth.
}}
{{pape
|ptext=<i>die Welt [[vernichtend]], [[weltzerstörend]]</i>, [[βασιλεύς]] Byz. anath. 16 (XI.270).
}}
}}

Revision as of 17:04, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμοφθόρος Medium diacritics: κοσμοφθόρος Low diacritics: κοσμοφθόρος Capitals: ΚΟΣΜΟΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: kosmophthóros Transliteration B: kosmophthoros Transliteration C: kosmofthoros Beta Code: kosmofqo/ros

English (LSJ)

ον, destroying the world, AP11.270.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait périr l'univers.
Étymologie: κόσμος, φθείρω.

Russian (Dvoretsky)

κοσμοφθόρος:разрушитель мира (βασιλεῦς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

κοσμοφθόρος: -ον, ὁ φθείρων, καταστρέφων τὸν κόσμον, Ἀνθ. Π. 11. 270.

Greek Monolingual

κοσμοφθόρος, -ον (ΑM)
αυτός που καταστρέφει τον κόσμο, τους ανθρώπους («τὸν λέοντα τὸν κοσμοφθόρον» — τον λέοντα [της Νεμέας] ο οποίος κατέτρωγε τους ανθρώπους, Γ. Πισίδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. δημο-φθόρος, ψυχο-φθόρος.

Greek Monotonic

κοσμοφθόρος: -ον (φθείρω), αυτός που καταστρέφει τον κόσμο, σε Ανθ.

Middle Liddell

κοσμο-φθόρος, ον φθείρω
destroying the world, Anth.

German (Pape)

die Welt vernichtend, weltzerstörend, βασιλεύς Byz. anath. 16 (XI.270).