λιγύφθογγος: Difference between revisions
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λῐγύφθογγος:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''λῐγύφθογγος:'''<br /><b class="num">1</b> [[звонкоголосый]] ([[ἀηδών]] Arph.);<br /><b class="num">2</b> [[громогласный]], [[с зычным голосом]] (κήρυκες Hom.);<br /><b class="num">3</b> звонкий, т. е. стрекочущий (πτέρυγες, sc. ἀκρίδος Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:56, 25 November 2022
English (LSJ)
ον, clear-voiced, in Hom. always epithet of heralds, Il.2.50, al., Od.2.6, etc.; αὐλίσκοι Thgn.241; ἀηδών Ar.Av.1380; ὄρνιθες B.5.23; μέλισσα (of a poet) Id.9.10; αὐδή Opp.H.5.620.
German (Pape)
[Seite 44] hell, laut tönend, rufend, bei Hom. stets Beiwort der Herolde, z. B. Il. 2, 442; αὐλίσκοι, Theogn. 241; πτέρυγες, der Heuschrecken, Mnasale. 10 (VII, 192).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la voix claire ou au bruit sonore.
Étymologie: λιγύς, φθέγγω.
Russian (Dvoretsky)
λῐγύφθογγος:
1 звонкоголосый (ἀηδών Arph.);
2 громогласный, с зычным голосом (κήρυκες Hom.);
3 звонкий, т. е. стрекочущий (πτέρυγες, sc. ἀκρίδος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
λῐγύφθογγος: -ον, ἔχων λιγυράν, καθαρὰν καὶ διαπεραστικὴν φωνήν, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθ. τῶν κηρύκων, Ἰλ. Β. 442, κ. ἀλλ., Ὀδ. Β. 6, κτλ.· αὐλίσκοι Θέογν. 241· ἀηδὼν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1381, Βακχυλ. 9. 10., 5. 23 (ἔκδ. Blass).
English (Autenrieth)
loud-voiced, clearvoiced.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λιγύφθογγος, -ον)
αυτός που έχει καθαρή και διαπεραστική φωνή, λιγυρός (α. «λιγύφθογγοι ὄρνιθες», Βάκχ.
β. «του Παρνασσού λιγύφθογγον Σπήλαιον», Κάλβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + φθόγγος.
Greek Monotonic
λῐγύφθογγος: -ον (φθογγή), αυτός που έχει καθαρή, διαπεραστική φωνή, λέγεται για τους κήρυκες, σε Όμηρ.· λέγεται για το αηδόνι, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
λῐγύ-φθογγος, ον φθογγή
clear-voiced, of heralds, Hom.; of the nightingale, Ar.