μωρολόγος: Difference between revisions
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui tient un langage insensé.<br />'''Étymologie:''' [[μωρός]], [[λέγω]]³. | |btext=ος, ον :<br />[[qui tient un langage insensé]].<br />'''Étymologie:''' [[μωρός]], [[λέγω]]³. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:05, 8 January 2023
English (LSJ)
(parox.), ον, speaking foolishly, Arist.Phgn.810b15, Man.4.446.
German (Pape)
[Seite 226] einfältig, dumm redend, Maneth. 4, 446.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tient un langage insensé.
Étymologie: μωρός, λέγω³.
Russian (Dvoretsky)
μωρολόγος: говорящий глупости Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μωρολόγος: -ον, ὁ ἀνοήτως, μωρῶς ὁμιλῶν, ὁ μωρὰ λέγων, Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 9, Μανέθων 4. 446.
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ μωρολόγος, -ον, Μ και μωρόλογος, -η, -ον)
αυτός που λέει μωρίες, ανοησίες («ὅσοι δὲ ἐκ τῶν πλευρῶν περίογκοί εἰσιν, οἷον πεφυσημένοι, λάλοι καί μωρολόγοι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο)- (< μωρός) + -λόγος].
Greek Monotonic
μωρολόγος: -ον, αυτός που μιλάει και λέει ανοησίες, σε Αριστ.