μονοχίτων: Difference between revisions

From LSJ

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br />vêtu seulement d'une tunique.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[χιτών]].
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br />[[vêtu seulement d'une tunique]].<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[χιτών]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:55, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοχίτων Medium diacritics: μονοχίτων Low diacritics: μονοχίτων Capitals: ΜΟΝΟΧΙΤΩΝ
Transliteration A: monochítōn Transliteration B: monochitōn Transliteration C: monochiton Beta Code: monoxi/twn

English (LSJ)

[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, A wearing only the tunic, Pythaen.6, Arist.Ath.25.3, Plb.14.11.2, D.S.17.35, Plu.Sull.25, Luc.Sat.11. II with a single coat, of veins, Anon. Lond.28.29, Gal.2.816.

German (Pape)

[Seite 206] ωνος, im bloßen Unterkleide; εἰκόνες, Pol. 14, 11, 2; Plut. Sull. 25; ἀναμπέχονος καὶ μονοχίτων, als peloponnesische Tracht der Jungfrauen, Ath. XIII, 589 e; Luc. Cronos. 11.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
vêtu seulement d'une tunique.
Étymologie: μόνος, χιτών.

Russian (Dvoretsky)

μονοχίτων: ωνος adj. одетый в один лишь хитон Polyb., Plut., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

μονοχίτων: [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, ὁ φορῶν μόνον τὸν χιτῶνα, Πολύβ. 14. 11, 2, Ἀθήν. 589F, Λουκ. Κρονοσόλ. 11· πρβλ. μονόπεπλος.

Greek Monolingual

μονοχίτων, ό, ἡ (ΑΜ)
αυτός που φορά μόνο τον χιτώνα («ὁ δ' ἐφιάλτης... καθίζει μονοχίτων ἐπὶ τὸν βωμόν», Αριστοτ.)
(μνσ.) φρ. «μονοχίτων βίος» — ο βίος τον οποίο διάγει κάποιος φορώντας συνεχώς έναν χιτώνα
αρχ.
(για φλέβα) αυτός που έχει ένα μόνο κάλυμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + χιτών (πρβλ. ξανθοχίτων, χρυσοχίτων)].

Greek Monotonic

μονοχίτων: [ῑ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φοράει μόνο χιτώνα, σε Λουκ.

Middle Liddell

μονο-χῐ́των, ωνος, ὁ, ἡ,
wearing only the tunic, Luc.