νυγμός: Difference between revisions
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[νυγμός]])<br /><b>1.</b> [[κέντημα]], [[τσίμπημα]], [[ερεθισμός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υπαινιγμός]], [[νύξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ερεθισμός]] τών αισθητήριων οργάνων που οφείλεται σε εξωτερικές επιδράσεις ή μεταβολές<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> οι τύψεις της συνείδησης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>νυγ</i>- (<b>πρβλ.</b> παθ. αόρ. <i>ἐ</i>-<i>νύγ</i>-<i>ην</i>) του [[νύσσω]] «[[κεντώ]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i>]. | |mltxt=ο (ΑΜ [[νυγμός]])<br /><b>1.</b> [[κέντημα]], [[τσίμπημα]], [[ερεθισμός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υπαινιγμός]], [[νύξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ερεθισμός]] τών αισθητήριων οργάνων που οφείλεται σε εξωτερικές επιδράσεις ή μεταβολές<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> οι τύψεις της συνείδησης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>νυγ</i>- (<b>πρβλ.</b> παθ. αόρ. <i>ἐ</i>-<i>νύγ</i>-<i>ην</i>) του [[νύσσω]] «[[κεντώ]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i>]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>das [[Stechen]]</i>; DS. 13.58; Luc.; Plut. <i>[[Philop]]</i>. 9. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:35, 24 November 2022
English (LSJ)
ὁ, A pricking sensation, irritation, Ruf. ap. Orib.8.24.62: in plural, of gout, Luc.Ocyp.30. II metaph., of the prickings of conscience, τῶν παρανομημάτων ν. εἰς τὴν ψυχὴν λαμβάνειν D.S.13.58; but also, = νύγμα II, ὑπὸ νυγμῶν καὶ γαργαλισμῶν τῆς αἰσθήσεως Plu.Phil.9.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
piqûre.
Étymologie: νύσσω.
Russian (Dvoretsky)
νυγμός: ὁ Diod., Plut. = νυγμή.
Greek (Liddell-Scott)
νυγμός: ὁ, (νύσσω) τὸ νύσσειν, κέντημα. Διόδ. 13. 58· μεταφ., ὑπὸ νυγμῶν καὶ γαργαλισμῶν τῆς αἰσθήσεως Πλουτ. Φιλοπ. 9· πρβλ. νύγμα.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ νυγμός)
1. κέντημα, τσίμπημα, ερεθισμός
2. μτφ. υπαινιγμός, νύξη
αρχ.
1. ερεθισμός τών αισθητήριων οργάνων που οφείλεται σε εξωτερικές επιδράσεις ή μεταβολές
2. μτφ. οι τύψεις της συνείδησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυγ- (πρβλ. παθ. αόρ. ἐ-νύγ-ην) του νύσσω «κεντώ» + κατάλ. -μός].