οὐατόεις: Difference between revisions
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=όεσσα, όεν;<br /><b>1</b> qui a de longues oreilles;<br /><b>2</b> à une <i>ou</i> à plusieurs anses.<br />'''Étymologie:''' [[οὖας]]. | |btext=όεσσα, όεν;<br /><b>1</b> [[qui a de longues oreilles]];<br /><b>2</b> à une <i>ou</i> à plusieurs anses.<br />'''Étymologie:''' [[οὖας]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:55, 28 November 2022
English (LSJ)
εσσα, εν, A long-eared, θήρ Call.Aet.Oxy.2079.31; λαγώς AP7.207 (Mel.). 2 with ears or handles, σκύφος Simon.246; καλαύροπες Antim.61. (Cf. ὠτώεις.)
German (Pape)
[Seite 408] εσσα, εν, = Vorigem, οὐατόεντα λαγων, mit langen Ohren, Mel. 120 (VII, 207).
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
1 qui a de longues oreilles;
2 à une ou à plusieurs anses.
Étymologie: οὖας.
Russian (Dvoretsky)
οὐᾰτόεις: όεσσα, όεν ушастый, длинноухий (λαγώς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
οὐᾰτόεις: εσσα, εν, ὁ ἔχων μακρὰ ὦτα, θὴρ Καλλ. Ἀποσπ. 320· λαγὼς Ἀνθ. Π. 7. 207. 2) ὁ ἔχων ὦτα ἢ λαβὰς, σκύφος Σιμωνίδ. 247· καλαῦροψ Ἀντίμ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἰλ. Ψ. 845. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «οὐατόεν· ὦτα ἔχον. καὶ ὅπερ ἔχει κρεμαμένους ὄζους πολλούς. ὀζῶδες, τραχύ».
Greek Monolingual
οὐατόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. αυτός που έχει μακριά αφτιά
2. μτφ. αυτός που έχει δύο λαβές οι οποίες μοιάζουν με αφτιά
3. (για δένδρο) αυτός που έχει κλαδιά τα οποία κλίνουν προς τα κάτω
4. (κατά τον Ησύχ.) «οὐατόεν
ὦτα ἔχον. καὶ ὅπερ ἔχει κρεμαμένους ὄζους πολλούς, ὀξώδης, τραχύς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς, οὔατος «αφτί» (βλ. λ. ους) + κατάλ. -όεις].
Greek Monotonic
οὐᾰτόεις: -εσσα, -εν, αυτός που έχει μακριά αυτιά, σε Ανθ.
Middle Liddell
οὐᾰτόεις, εσσα, εν
long-eared, Anth.