οἰκοφθορέω: Difference between revisions

From LSJ

μηδεμίαν εἶναι προθεσμίαν τῆς ἐπιλήψεως → there shall be no limit of time set to making a claim

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰκοφθορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[οἰκοφθόρος]]), [[καταστρέφω]] ένα [[σπίτι]], [[κατασπαταλώ]] την [[περιουσία]] μου, σε Πλάτ. — Παθ., αόρ. αʹ <i>οἰκοφθόρην</i>, παρακ. <i>οἰκοφθόρημαι</i>, καταστρέφομαι, χάνω την [[περιουσία]] μου, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''οἰκοφθορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[οἰκοφθόρος]]), [[καταστρέφω]] ένα [[σπίτι]], [[κατασπαταλώ]] την [[περιουσία]] μου, σε Πλάτ. — Παθ., αόρ. αʹ <i>οἰκοφθόρην</i>, παρακ. <i>οἰκοφθόρημαι</i>, καταστρέφομαι, χάνω την [[περιουσία]] μου, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[οἰκοφθορέω]], fut. -ήσω [[οἰκοφθόρος]]<br />to [[ruin]] a [[house]], [[squander]] one's [[substance]], Plat.:—Pass., aor1 οἰκοφθόρην, perf. οἰκοφθόρημαι, to be [[ruined]], [[undone]], Hdt.
|mdlsjtxt=[[οἰκοφθορέω]], fut. -ήσω [[οἰκοφθόρος]]<br />to [[ruin]] a [[house]], [[squander]] one's [[substance]], Plat.:—Pass., aor1 οἰκοφθόρην, perf. οἰκοφθόρημαι, to be [[ruined]], [[undone]], Hdt.
}}
{{pape
|ptext=<i>das Haus, das [[Vermögen]] zu Grunde [[richten]], [[durchbringen]]</i>, Plat. <i>Legg</i>. XI.929d, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von μέτρια ἀναλίσκειν, XII.959c; Sp., οἰκοφθόρησε aor., vgl. Lobeck <i>Phryn</i>. 155. – Im pass. <i>sein [[Vermögen]] [[verlieren]], [[desselben]] [[beraubt]] [[werden]]</i>, ἁλόντες ἐκακώθησαν καὶ οἰκοφθορήθησαν, Her. 1.196, vgl. 5.29, 8.144.
}}
}}

Revision as of 16:58, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκοφθορέω Medium diacritics: οἰκοφθορέω Low diacritics: οικοφθορέω Capitals: ΟΙΚΟΦΘΟΡΕΩ
Transliteration A: oikophthoréō Transliteration B: oikophthoreō Transliteration C: oikofthoreo Beta Code: oi)kofqore/w

English (LSJ)

squander one's substance, Pl.Lg.929d, 959c:—Pass., lose one's fortune, be ruined, οἰκοφθορημένος Hdt.5.29, cf. 8.142, 144; ἐκακώθησαν καὶ οἰκοφθορήθησαν Id.1.196.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. οἰκτοφθορήσω, ao. οἰκοφθόρησα;
Pass. ao. οἰκοφθορήθην, pf. οἰκοφθόρημαι;
ruiner une maison ; Pass. être ruiné.
Étymologie: οἶκος, φθείρω.

Russian (Dvoretsky)

οἰκοφθορέω: разорять дом, приводить в упадок хозяйство Plat.: ἄνδρες δεινῶς οἰκοφθορημένοι Her. дотла разоренные люди.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοφθορέω: καταστρέφω οἶκον ἢ οἰκογένειαν, σπαταλῶ τὴν περιουσίαν, Πλάτ. Νόμ. 929D, 959C. - Παθ., χάνω τὴν περιουσίαν, καταστρέφομαι, χάνομαι, οἰκοφθορημένος (οὐχὶ ᾠκ-) Ἡρόδ. 5. 29, πρβλ. 8. 124, 144· ἐκακώθησαν καὶ οἰκοφθορήθησαν ὁ αὐτ. 1. 196.

Greek Monotonic

οἰκοφθορέω: μέλ. -ήσω (οἰκοφθόρος), καταστρέφω ένα σπίτι, κατασπαταλώ την περιουσία μου, σε Πλάτ. — Παθ., αόρ. αʹ οἰκοφθόρην, παρακ. οἰκοφθόρημαι, καταστρέφομαι, χάνω την περιουσία μου, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

οἰκοφθορέω, fut. -ήσω οἰκοφθόρος
to ruin a house, squander one's substance, Plat.:—Pass., aor1 οἰκοφθόρην, perf. οἰκοφθόρημαι, to be ruined, undone, Hdt.

German (Pape)

das Haus, das Vermögen zu Grunde richten, durchbringen, Plat. Legg. XI.929d, im Gegensatz von μέτρια ἀναλίσκειν, XII.959c; Sp., οἰκοφθόρησε aor., vgl. Lobeck Phryn. 155. – Im pass. sein Vermögen verlieren, desselben beraubt werden, ἁλόντες ἐκακώθησαν καὶ οἰκοφθορήθησαν, Her. 1.196, vgl. 5.29, 8.144.