πάνεφθος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶν μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων → give not that which is holy unto the dogs, neither cast ye your pearls before swine

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=panefthos
|Transliteration C=panefthos
|Beta Code=pa/nefqos
|Beta Code=pa/nefqos
|Definition=ον, [[quite boiled]]; of metals, [[quite cleansed of dross]], κασσίτερος <span class="bibl">Hes. <span class="title">Sc.</span>208</span>.
|Definition=πάνεφθον, [[quite boiled]]; of metals, [[quite cleansed of dross]], κασσίτερος Hes. ''Sc.''208.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνεφθος Medium diacritics: πάνεφθος Low diacritics: πάνεφθος Capitals: ΠΑΝΕΦΘΟΣ
Transliteration A: pánephthos Transliteration B: panephthos Transliteration C: panefthos Beta Code: pa/nefqos

English (LSJ)

πάνεφθον, quite boiled; of metals, quite cleansed of dross, κασσίτερος Hes. Sc.208.

German (Pape)

[Seite 459] ganz gekocht; κασσίτερος, ganz von Schlacken geläutert, Hes. Sc. 208.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait cuit ; purifié par le feu.
Étymologie: πᾶς, ἑφθός.

Russian (Dvoretsky)

πάνεφθος: (ᾰ) отлично вываренный, т. е. очищенный от шлака, чистый (κασσίτερος Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

πάνεφθος: [ᾰ], -ον, πάνυ ἐφθός: ἐπὶ μετάλλων, κεκαθαρμένος, τελείως ἀπηλλαγμένος κόνεως, ἀκαθαρσίας κ.τ.τ., πανέφθου κασσιτέροιο Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 208.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. ο πάρα πολύ βρασμένος ή ψημένος
2. (για μέταλλα) πάρα πολύ καθαρισμένος, απαλλαγμένος από κάθε ξένη πρόσμιξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἑ φθός «βρασμένος, ψημένος, καθαρός» (για μέταλλα)].

Greek Monotonic

πάνεφθος: [ᾰ], -ον, λέγεται για μέταλλα, πολύ καθαρός, ολότελα ανόθευτος ή αμιγής, σε Ανθ.

Middle Liddell

πᾰ́ν-εφθος, ον,
of metals, quite purified, Hes.