παρασιτία: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παρασιτία -ας, ἡ [παράσιτος] het parasiet zijn, parasietengedrag. | |elnltext=παρασιτία -ας, ἡ [παράσιτος] [[het parasiet zijn]], [[parasietengedrag]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:41, 29 November 2022
English (LSJ)
ἡ, profession of a parasite, Luc. Par.37.
German (Pape)
[Seite 498] ἡ, das Essen bei Einem, Sp., zw.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
métier ou habitudes de parasite.
Étymologie: παράσιτος.
Russian (Dvoretsky)
παρασῑτία: ἡ Luc. v.l. = παρασιτική.
Greek (Liddell-Scott)
παρασῑτία: ἡ, ἡ χαμερπὴς κολακεία τοῦ παρασίτου, Ἰω. Χρυσ.
Greek Monolingual
η, ΝΑ παράσιτος
το να είναι κάποιος ή κάτι παράσιτο, το να εξασφαλίζει την συντήρηση του εις βάρος άλλου, το να παρασιτεί.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρασιτία -ας, ἡ [παράσιτος] het parasiet zijn, parasietengedrag.