προσαυξάνω: Difference between revisions
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προσαυξάνω:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''προσαυξάνω:'''<br /><b class="num">1</b> досл. повышать, усиливать, перен. подтверждать (τὴν ὑπόθεσίν τινος Polyb.);<br /><b class="num">2</b> [[чтить]], [[удостаивать]] (τοῖς φιλανθρώποις τινά Polyb.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:40, 25 November 2022
English (LSJ)
and προσαυξ-αύξω, A increase, enhance, promote, προσαυξήσασά τινα τοῖς φιλανθρώποις honouring him with... Plb.32.1.6; π. τὴν ἐκείνων ὑπόθεσιν confirm it, Id.28.20.6:— more freq. in Pass., προσαύξομαι Hp.Vict.1.7: pf. inf. προσηυξῆσθαι Thphr.HP1.8.5, cf. CP 1.9.1; τὸ χρυσίον ἐκ τοῦ φορτίου Them.Or.23.286a. 2 add, ἄλλο… ἀγαθόν SIG399.32 (Delph., iii B.C.):—Pass., to be added, τινι Philet.3. II intr. in Act., wax, increase, Vett. Val.42.2, 44.9.
German (Pape)
[Seite 752] (s. αὐξάνω), nach dazu vermehren, Theophr.
Russian (Dvoretsky)
προσαυξάνω:
1 досл. повышать, усиливать, перен. подтверждать (τὴν ὑπόθεσίν τινος Polyb.);
2 чтить, удостаивать (τοῖς φιλανθρώποις τινά Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
προσαυξάνω: καὶ -αύξω, μέλλ. -αυξήσω· ― αὐξάνω τι, προάγω, ἐνισχύω, Ἱππ. 343. 34, Θεόφρ., κλπ· προσαυξάνειν τινὰ τοῖς φιλανθρώποις, τιμᾶν τινα δι’ ἐνδείξεων εὐνοίας, Πολύβ. 32. 5, 6· προσαυξήσας τὴν ἐκείνων ὑπόθεσιν, ἐνισχύσας, ὁ αὐτ. 28. 17, 6. ― Παθ., Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 9, 1, κτλ.· προστίθεμαι, τινι Φιλητ. 13.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, προσαύξω Α αὐξάνω/αὔξω
1. κάνω κάτι ακόμα μεγαλύτερο ή περισσότερο, αυξάνω, ενισχύω
2. αυξάνομαι, μεγαλώνω («τὰ ἐμβατήκια τῶν ἐκκλησιῶν προσηύξησαν», Σάθ.)
αρχ.
προσθέτω σε κάτι.