πυραύστης: Difference between revisions

From LSJ

ᾁδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων → sing worse than Leibethrans, sing worse than the people of Leibethra

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyraystis
|Transliteration C=pyraystis
|Beta Code=purau/sths
|Beta Code=purau/sths
|Definition=ου, ὁ, ([[αὔω]] (A)) [[moth that gets singed in the candle]], δέδοικα μῶρον κάρτα πυραύστου μόρον <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>288</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>605b11</span>, <span class="bibl">Ael. <span class="title">NA</span>12.8</span>.
|Definition=πυραύστου, ὁ, ([[αὔω]] (A)) [[moth that gets singed in the candle]], δέδοικα μῶρον κάρτα πυραύστου μόρον A.''Fr.''288, cf. Arist.''HA''605b11, Ael. ''NA''12.8.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡραύστης Medium diacritics: πυραύστης Low diacritics: πυραύστης Capitals: ΠΥΡΑΥΣΤΗΣ
Transliteration A: pyraústēs Transliteration B: pyraustēs Transliteration C: pyraystis Beta Code: purau/sths

English (LSJ)

πυραύστου, ὁ, (αὔω (A)) moth that gets singed in the candle, δέδοικα μῶρον κάρτα πυραύστου μόρον A.Fr.288, cf. Arist.HA605b11, Ael. NA12.8.

German (Pape)

[Seite 820] ὁ, die Lichtmotte; Arist. H. A. 8, 27; Aesch. frg. 298, μῶρος πυραύστου μόρος, woraus Tzetz. zu Lycophr. 83 ein Wort machte, πυραυστουμόρος, der Lichtmottentod.

Russian (Dvoretsky)

πῡραύστης: ου ὁ αὔω I] летящий на огонь мотылек Aesch., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

πῡραύστης: -ου, ὁ, (αὔω) ὁ ἠπίολος, «πεταλοῦδα» περὶ τὸν λύχνον πετομένη καὶ καιομένη, «πτηνόν ἐστι ζωΰφιον, ὃ προσιπτάμενον τοῖς λύχνοις, καὶ δοκοῦν ἅπτεσθαι τοῦ πυρός, κατακαίεται· μέμνηται καὶ αὐτοῦ Αἰσχύλος (Ἀποσπ. 303) εἰπὼν δέδοικα μῶρον κάρτα πυραύστου μόρον, εἴρηται δὲ ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν ἑαυτοῖς προξενούντων ἀπώλειαν» Ζηνόβ. 5, 79, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 27, 2, Αἰλ. π. Ζ. 12. 8. [Τὴν λέξιν νομίζουσιν ὕποπτον ὡς ἐκ τῆς μακρότητος τοῦ ῡ· ἴδε ἐν λ. πῦρ].

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. έντομο που πετά γύρω από το λυχνάρι και τελικά καίγεται, πιθανώς η πεταλούδα
2. παροιμ. φρ. «δέδοικα μῶρον κάρτα πυραύστου μόρον» — λεγόταν για όσους προξενούν ζημιά ή βλάβη στους εαυτούς τους (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + -αύστης (< αὔω «ανάβω φωτιά»)].

English (Woodhouse)

moth that burns itself in the flame

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)