σκυτάλιον: Difference between revisions
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> <i>dim. de</i> [[σκύταλον]];<br /><b>2</b> sorte de levier;<br /><b>3</b> <i>p. anal.</i> cotilet <i>ou</i> nombril de Vénus, <i>plante</i>. | |btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> <i>dim. de</i> [[σκύταλον]];<br /><b>2</b> [[sorte de levier]];<br /><b>3</b> <i>p. anal.</i> cotilet <i>ou</i> nombril de Vénus, <i>plante</i>. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:02, 28 November 2022
English (LSJ)
τό, Dim. of σκύταλον, A little staff, baton, σκυτάλι' ἐφόρουν Ar.Av.1283, where the Sch. remarks on the exceptional quantity σκυτᾱλι' ἐφόρουν, quoting Fr. 422 (where it may well be short), Nicopho 2, and other examples; ἐσκῠτᾰλιοφόρουν Porson. 2 little pipe, flute, Poll.4.82, and perhaps so in Thphr.HP4.4.12. 3 lever, handle for turning a windlass, etc., Hero Spir.1.43; support, Orib.49.4.41. 4 cog, tooth, on a wheel, Hero Dioptr.34 (pl.). 5 dub. sens., σφαιρίον σ. οὐκ ἔχον BCH29.546 (Delos, ii B.C.). II = κοτυληδών 5, Dsc.4.91.
German (Pape)
[Seite 908] τό, dim. von σκύταλον; Ar. Av. 1283; Diosc.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 dim. de σκύταλον;
2 sorte de levier;
3 p. anal. cotilet ou nombril de Vénus, plante.
Russian (Dvoretsky)
σκῠτάλιον: (ᾰ) τό [demin. к σκύταλον палка Arph.
Greek (Liddell-Scott)
σκῠτάλιον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ σκύτᾰλον, μικρὰ ῥάβδος, ῥαβδίον, σκυτάλι’ ἐφόρουν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1283, ἔνθα ὁ Σχολ. σημειοῖ τὴν ἐξαιρετικὴν ποσότητα σκυτᾱ΄λι’ ἐφόρουν, μνημονεύων τὸ τοῦ Νικοφ. ἐν «Ἀφρ.» (2) ὡς ἕτερον παράδειγμα· ὁ Πόρσ. ὅμως ἀμφέβαλλε καὶ προὔτεινε τὴν γραφὴν ἐσκῠτᾰλιοφόρουν παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθα ἀνωτ.· ἴδε ὡσαύτως Μeineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 2, σ. 848. 2) σωληνίσκος, αὐλός, Πολυδ. Δ΄, 82. 3) μοχλός, λαβὴ πρὸς στροφὴν τοῦ κυλίνδρου γεράνου, κλπ., Ἥρων Πνευμ. 230Α. ΙΙ. ὄνομα φυτοῦ, = κοτυληδὼν 5, Διοσκ. 4. 92.
Greek Monolingual
τὸ, Α σκύταλον
υποκορ.
1. μικρή ράβδος
2. μικρός σωλήνας
3. μοχλός με τον οποίο κινείται βαρούλκο
4. υποστήρισμα, υπέρεισμα
5. δόντι οδοντωτού τροχού
6. είδος φυτού.
Greek Monotonic
σκῠτάλιον: [ᾰ], τό, υποκορ. του σκύτᾰλον, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκυτάλιον -ου, τό, demin. van σκύταλον, stokje.