τάρακτρον: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />cause de trouble, instrument de désordre.<br />'''Étymologie:''' [[ταράσσω]].
|btext=ου (τό) :<br />[[cause de trouble]], [[instrument de désordre]].<br />'''Étymologie:''' [[ταράσσω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:40, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰρακτρον Medium diacritics: τάρακτρον Low diacritics: τάρακτρον Capitals: ΤΑΡΑΚΤΡΟΝ
Transliteration A: táraktron Transliteration B: taraktron Transliteration C: taraktron Beta Code: ta/raktron

English (LSJ)

τό, tool for stirring with: metaph. of a person, = ταρακτικός, Ar.Pax654 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1069] τό, Geräth zum Umrühren, Rührkelle, Ar. Pax 655. S. ταρακτήριος.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
cause de trouble, instrument de désordre.
Étymologie: ταράσσω.

Russian (Dvoretsky)

τάρακτρον: (τᾰ) τό уполовник, перен. смутьян Arph.

Greek (Liddell-Scott)

τάρακτρον: τό, ἐργαλεῖον δι’ ἀνακάτωμα, εἶδος χουλιάρας, μεταφορ. ἐπὶ ἀνθρώπου ταραξίου, πανοῦργος ἦν, ὅτ’ ἔζη, καὶ λάλος καὶ συκοφάντης καὶ κύκηθρον καὶ τάρακτρον Ἀριστοφ. Εἰρ. 654.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. εργαλείο για ανακάτεμα
2. μτφ. (για πρόσ.) ταραξίας, ταραχοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταράσσω + επίθημα -τρον (πρβλ. πλήκ-τρον)].

Greek Monotonic

τάρακτρον: τό (ταράσσω), εργαλείο για ανακάτεμα, σε Αριστ.

Middle Liddell

τάρακτρον, ου, τό, ταράσσω
a tool for stirring with, Ar. τᾰράκτωρ, ὁ, poet. for ταράκτης, Aesch.