ἀγαστός: Difference between revisions

From LSJ

νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → it's better, you see, to understand and yet say nothing (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀγατός]] poet. for [[ἀγαστός]], as [[θαυματός]] for [[θαυμαστός]], Hhymn.; verb. adj. of [[ἄγαμαι]]<br />[[deserving]] [[admiration]], later form of the Hom. [[ἀγητός]], [[admirable]], Eur., Xen.; adv. -τῶς, Xen. poet. for [[ἀγαστός]], as [[θαυματός]] for [[θαυμαστός]], Hhymn.
|mdlsjtxt=[[ἀγατός]] poet. for [[ἀγαστός]], as [[θαυματός]] for [[θαυμαστός]], Hhymn.; verb. adj. of [[ἄγαμαι]]<br />[[deserving]] [[admiration]], later form of the Hom. [[ἀγητός]], [[admirable]], Eur., Xen.; adv. -τῶς, Xen. poet. for [[ἀγαστός]], as [[θαυματός]] for [[θαυμαστός]], Hhymn.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[θαυμαστός]]). Ἀπό τό [[ρῆμα]] [[ἄγαμαι]]. Δές στό [[ἄγαμαι]] γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Revision as of 14:05, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγαστός Medium diacritics: ἀγαστός Low diacritics: αγαστός Capitals: ΑΓΑΣΤΟΣ
Transliteration A: agastós Transliteration B: agastos Transliteration C: agastos Beta Code: a)gasto/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἄγαμαι) later form of Hom. ἀγητός, admirable, A.Fr.268; οὐκέτι μοι βίος ἀ. E.Hec.168; ἐκεῖνο δὲ κρίνω τοῦ ἀνδρὸς ἀ. X.HG2.3.56, cf. An.1.9.24, Plu.Aem.22, Procop.Aed.1.4. Adv. -τῶς, prob. in S.Ichn.243, cf. X.Ages.1.24. (Pure Att. θαυμαστός.)

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
1 admirable, maravilloso A.Fr.268, οὐκέτι μοι βίος ἀ. ya no me gusta la vida E.Hec.168, cf. Pl.Lg.808c, ἐκεῖνο δὲ κρίνω τοῦ ἀνδρὸς ἀγαστόν X.HG 2.3.56, cf. An.1.9.25, ἀ. θεοῖς Pl.Smp.197d, πᾶσι γὰρ ἀ. admirado por todos Plu.Aem.22, cf. Procop.Aed.1.4.8, Synes.Regn.17 (p.40), ἀγαστὸν πάθος maravillosa, deleitable sensación S.E.P.3.184.
2 adv. -ῶς admirable, maravillosamente ἀ. ἐγάρυσε θέσπιν αὐδάν S.Fr.314.249 (cj.), cf. X.Ages.1.24.

German (Pape)

[Seite 9] adj. verb. zu ἄγαμαι, bewundernswürdig. Ggstz. οὐ θαυμαστόν Xen. Anab. 1, 9, 24; μεμπτόν Plut. Cat. mai. 24; verb. mit τίμιος Plat. Leag. VII, 868 c. – Adv. ἀγαστῶς, Xen. Ages. 1, 24.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
digne d'admiration.
Étymologie: ἄγαμαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀγαστός: (ᾰγ) достойный восхищения, замечательный, изумительный Aesch., Eur., Xen., Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαστός: -ή, -όν, (ἄγαμαι) ἄξιος θαυμασμοῦ, μεταγ. τύπος τοῦ Ὁμηρ. ἀγητός, θαυμαστός, Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 265· οὐκέτι μοι βίος ἀγ. Εὐρ. Ἑκ. 169· ἐκεῖνο δὲ κρίνω τοῦ ἀνδρὸς ἀγ., Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56, πρβλ. Ἀν. 1. 9, 24, Οἰκ. 11. 19, Ἱππ. 11. 9, συχνὰ παρὰ Πλουτ. - Ἐπίρρ. -τῶς, Ξεν. Ἀγησ. 1. 24. - Παρ’ ἄλλοις Ἀττ. συγγραφ. ἡ λ. θαυμαστὸς προτιμᾶται.

Greek Monotonic

ἀγαστός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ἄγαμαι, αυτός που δικαιούται το θαυμασμό· μεταγεν. τύπος του Ομηρ. ἀγητός, αξιοθαύμαστος, έξοχος, σε Ευρ., Ξεν.· επίρρ. ἀγαστῶς, στον ίδ.

Middle Liddell

ἀγατός poet. for ἀγαστός, as θαυματός for θαυμαστός, Hhymn.; verb. adj. of ἄγαμαι
deserving admiration, later form of the Hom. ἀγητός, admirable, Eur., Xen.; adv. -τῶς, Xen. poet. for ἀγαστός, as θαυματός for θαυμαστός, Hhymn.

Mantoulidis Etymological

(=θαυμαστός). Ἀπό τό ρῆμα ἄγαμαι. Δές στό ἄγαμαι γιά περισσότερα παράγωγα.