ἀμφιθάλπω: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀμφιθάλπω:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἀμφιθάλπω:'''<br /><b class="num">1</b> [[нагревать]] (πέπλους αὐγαῖσιν ἐν ταῖς χρυσέαις Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[согревать]], [[лелеять]] (τινά Luc.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:15, 25 November 2022
English (LSJ)
warm on both sides, cherish, Luc.Trag.28.
Spanish (DGE)
caldear por todos lados, fig. cuidar, mimar σε πάντες ἀμφιθάλπομεν Luc.Trag.28.
German (Pape)
[Seite 139] ringsum erwärmen, Luc. Tragop. 28.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
réchauffer en enveloppant.
Étymologie: ἀμφί, θάλπω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιθάλπω:
1 нагревать (πέπλους αὐγαῖσιν ἐν ταῖς χρυσέαις Eur.);
2 согревать, лелеять (τινά Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιθάλπω: θερμαίνω τι ἀμφοτέρωθεν, θεραπεύω, περιποιοῦμαι, Λουκ. Τραγ. 28: - φοίνικας ἁλίῳ πέπλους αὐγαῖσιν ἐν χρυσέαις ἀμφιθάλπουσ’ Εὐρ. Ἑλ. 181 (ἐπειδὴ ἐλέγετο ὅτι ἡ πορφύρα ἀνελάμβανε τὴν ζωηρότητα αὑτῆς ἐκτιθεμένη εἰς τὸν ἥλιον), πρβλ. Ἱππόλ. τοῦ αὐτοῦ 125, Πολυδ. Α. 49.
Greek Monolingual
ἀμφιθάλπω (Α)
1. θερμαίνω κάτι από όλες τις πλευρές
2. περιβάλλω με στοργή, περιποιούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + θάλπω.
Greek Monotonic
ἀμφιθάλπω: θερμαίνω κάτι και από τις δύο πλευρές, θεραπεύω ή περιποιούμαι, σε Ευρ.
Middle Liddell
to warm on both sides, or thoroughly, Eur.