ἀναμνηστικός: Difference between revisions

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anamnistikos
|Transliteration C=anamnistikos
|Beta Code=a)namnhstiko/s
|Beta Code=a)namnhstiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[able to recall to mind readily]], opp. [[μνημονικός]] ([[of retentive memory]]), <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mem.</span>449b7</span>, <span class="bibl">453a5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[indicative of the past]], σημεῖα Gal.1.313.</span>
|Definition=ἀναμνηστική, ἀναμνηστικόν,<br><span class="bld">A</span> [[able to recall to mind readily]], opp. [[μνημονικός]] ([[of retentive memory]]), Arist.''Mem.''449b7, 453a5.<br><span class="bld">II</span> [[indicative of the past]], σημεῖα Gal.1.313.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 10:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμνηστικός Medium diacritics: ἀναμνηστικός Low diacritics: αναμνηστικός Capitals: ΑΝΑΜΝΗΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anamnēstikós Transliteration B: anamnēstikos Transliteration C: anamnistikos Beta Code: a)namnhstiko/s

English (LSJ)

ἀναμνηστική, ἀναμνηστικόν,
A able to recall to mind readily, opp. μνημονικός (of retentive memory), Arist.Mem.449b7, 453a5.
II indicative of the past, σημεῖα Gal.1.313.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que tiene facilidad para la reminiscencia op. μνημονικός Arist.Mem.449b7.
2 reminiscente, que trae recuerdos, recordatorio ἔμφασις Demetr.Eloc.287, σημεῖα Gal.1.313
c. gen. τῶν πεπραγμένων Horap.2.117.

German (Pape)

[Seite 198] zur Erinnerung, Plut. Cat. min. 1 dem μνημονικός entgegengesetzt, sich leichterinnernd, vgl. Arist. de mem. 1, 1.

Russian (Dvoretsky)

ἀναμνηστικός: легко вспоминающий: οὐχ οἱ αὐτοί εἰσι μνημονικοὶ καὶ ἀναμνηστικοί Arst. не у всех прочная память сочетается с легкостью воспоминания.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμνηστικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος ἢ ὁ ἱκανὸς νὰ ἀναμιμνήσκηται εὐκόλως, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ μνημονικός, (ὅπερ σημαίνει τὸν ἔχοντα σταθερὰν καὶ παραμένουσαν μνήμην), οὐ γὰρ οἱ αὐτοί εἰσι μνημονικοὶ καὶ ἀναμνηστικοί, ἀλλ’ ὡς ἐπὶ πολὺ μνημονικώτεροι μὲν οἱ βραδεῖς, ἀναμνηστικώτεροι δὲ οἱ ταχεῖς καὶ εὐμαθεῖς Ἀριστ. Περὶ Μνήμ. 1. 1., 2. 24.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀναμνηστικός, -ή, -όν) ἀναμιμνήσκω
νεοελλ.
1. ο σχετικός με την ανάμνηση, αυτός που προκαλεί ανάμνηση, που συντελεί στη διατήρηση της αναμνήσεως
2. το ουδ. ως ουσ. το αναμνηστικό
αντικείμενο που διατηρεί στη μνήμη του κατόχου του το γεγονός, τον τόπο ή το πρόσωπο από όπου προέρχεται, ενθύμιο
αρχ.
1. ο ικανός να θυμάται, να φέρνει εύκολα στη μνήμη του κάτι
2. αυτός που αναφέρεται στο παρελθόν.